Λίστα λέξεων για CEFR Medical-and-healthcare - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
centar fizioterapije
Απομαγνητοφώνηση
ˈt͡sɛntar fizijotɛˈrapijɛ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Mjesto gdje ljudi dobivaju pomoć da se bolje kreću nakon ozljede ili bolesti
Λέξη
cistična fibroza
Απομαγνητοφώνηση
ˈtsitʃitʃna fiˈbroza
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Genetska bolest koja utječe na pluća i probavni sustav
Λέξη
crijeva
Απομαγνητοφώνηση
ˈcrijeʋa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Duge cijevi u tijelu koje pomažu probavi
Λέξη
CT skener
Απομαγνητοφώνηση
siː tiː ˈskener
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Uređaj koji snima detaljne slike tijela
Λέξη
CT skeniranje
Απομαγνητοφώνηση
siː tiː ˈskɛniraɲe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Medicinski test koji snima unutrašnjost tijela
Λέξη
daljinsko praćenje
Απομαγνητοφώνηση
daljiːnsko praˈtʃeːnje
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Praćenje zdravlja pacijenta na daljinu
Λέξη
defibrilacija
Απομαγνητοφώνηση
defibrilaˈt͡sija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Medicinski tretman za vraćanje normalnog otkucaja srca
Λέξη
defibrilator
Απομαγνητοφώνηση
dɛfibrɪˈlator
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Uređaj koji pomaže srcu da normalno kuca
Λέξη
depresija
Απομαγνητοφώνηση
deˈprɛsija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Stanje velike tuge
Λέξη
dermatolog
Απομαγνητοφώνηση
dɛr.mɐˈtɔ.lɔɡ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Doktor koji liječi kožne probleme
Λέξη
dermatologija
Απομαγνητοφώνηση
dɛrˌmɑːtəˈlɔdʒi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Studij i liječenje bolesti kože
Λέξη
dijabetes
Απομαγνητοφώνηση
dijabɛtɛs
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Bolest koja utječe na to kako tijelo koristi šećer
Λέξη
dijafragma
Απομαγνητοφώνηση
dijafˈraɡma
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Mišić koji pomaže u disanju, smješten ispod pluća
Λέξη
dijaliza
Απομαγνητοφώνηση
dijǎliza
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Liječenje koje čisti krv kada bubrezi ne rade
Λέξη
dijetalni planovi
Απομαγνητοφώνηση
dijɛˈtǎlni ˈplanɔvi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Skup pravila o prehrani za zdravlje ili mršavljenje
Λέξη
dijetetičar
Απομαγνητοφώνηση
dijeteˈtiːtʃar
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba koja pomaže s hranom i prehranom
Λέξη
diuretici
Απομαγνητοφώνηση
diuˈrɛtɪtsi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
lijekovi koji pomažu tijelu da se oslobodi viška vode
Λέξη
dodaci
Απομαγνητοφώνηση
ˈdɔdatsi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Proizvodi dodani hrani za poboljšanje zdravlja
Λέξη
doktor
Απομαγνητοφώνηση
ˈdɔktɔr
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba koja pomaže bolesnima
Λέξη
dom za starije osobe
Απομαγνητοφώνηση
dɔm za ˈstarijɛ ˈɔsobe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Mjesto gdje žive ljudi koji trebaju njegu