Λίστα λέξεων για CEFR Medical-and-healthcare - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

antivirusni lijek

Απομαγνητοφώνηση

ˈantivirusni ˈlijeːkovi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Lijekovi koji se bore protiv virusa

Word

Λέξη

apendektomija

Απομαγνητοφώνηση

apɛndɛkˈtomi.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Operacija za uklanjanje slijepog crijeva

Word

Λέξη

aplikacije za zdravlje

Απομαγνητοφώνηση

apliˈkaːt͡sije za ˈzdrʋʝe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Aplikacije na telefonu koje pomažu sa zdravljem

Word

Λέξη

arterija

Απομαγνητοφώνηση

arteˈrije

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Krvne žile koje nose krv od srca

Word

Λέξη

artritis

Απομαγνητοφώνηση

artˈritis

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Bolest koja uzrokuje bol i oticanje zglobova

Word

Λέξη

astma

Απομαγνητοφώνηση

ˈastma

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stanje koje otežava disanje zbog otečenih dišnih puteva

Word

Λέξη

beta blokatori

Απομαγνητοφώνηση

ˈbɛta blɔˈkatɔri

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vrsta lijeka koja pomaže u snižavanju krvnog tlaka

Word

Λέξη

biopsija

Απομαγνητοφώνηση

biˈɔpsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Test u kojem se uzima mali komadić tkiva na ispitivanje

Word

Λέξη

bipolarni poremećaj

Απομαγνητοφώνηση

bipɔˈlaːrni pɔˈremet͡ɕaj

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mentalno stanje s ekstremnim promjenama raspoloženja

Word

Λέξη

blockchain u zdravstvu

Απομαγνητοφώνηση

ˈblɔk.tʃeɪn u ˈzdrʋastvu

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Tehnologija za sigurno pohranjivanje zdravstvenih podataka

Word

Λέξη

bolesti prenesene vektorima

Απομαγνητοφώνηση

bɔˈlɛsti prɛˈnɛsɛnɛ ˈvɛktɔrima

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Bolesti koje prenose insekti ili životinje

Word

Λέξη

bolesti prenesene vodom

Απομαγνητοφώνηση

ˈbɔlɛsti prɛnɛsɛnɛ ˈvɔdɔm

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Bolesti od zagađene vode

Word

Λέξη

bolest srca

Απομαγνητοφώνηση

ˈbɔlɛst ˈsɾtsa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stanje koje utječe na srce

Word

Λέξη

bolnica

Απομαγνητοφώνηση

ˈbɔlnit͡sa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mjesto gdje se liječe bolesni ili ozlijeđeni ljudi

Word

Λέξη

bolnički odjel

Απομαγνητοφώνηση

bolˈniːtʃki ˈodjel

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Dio bolnice gdje pacijenti ostaju preko noći

Word

Λέξη

bol u prsima

Απομαγνητοφώνηση

bɔl u ˈpr̩sima

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Neugodnost ili bol u području prsa

Word

Λέξη

bol u trbuhu

Απομαγνητοφώνηση

bɔl u trˈbuxu

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Bol u stomaku

Word

Λέξη

bol u zglobovima

Απομαγνητοφώνηση

bɔl u zɡlɔbɔvima

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Neugoda na mjestima gdje se susreću dvije kosti

Word

Λέξη

bubreg

Απομαγνητοφώνηση

ˈbubrezi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Organi koji filtriraju krv

Word

Λέξη

čekaonica

Απομαγνητοφώνηση

ˈtʃɛ.kɐ.o.ni.ʦa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mjesto gdje ljudi sjede dok čekaju na svoj termin