Λίστα λέξεων για CEFR Medical-and-healthcare - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

ventilator

Απομαγνητοφώνηση

ʋɛntiˈlator

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stroj koji pomaže ljudima da dišu

Word

Λέξη

virtualna stvarnost u terapiji

Απομαγνητοφώνηση

ˈʋirtuːalna ˈstvarnost u teˈrapiji

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Korištenje računalne tehnologije za stvaranje lažnog okruženja za liječenje

Word

Λέξη

vitamin

Απομαγνητοφώνηση

ˈvitamini

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Prirodne tvari koje pomažu tijelu da ostane zdravo

Word

Λέξη

vježba

Απομαγνητοφώνηση

ˈvjɛʃba

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Fizička aktivnost za održavanje zdravlja

Word

Λέξη

vrtoglavica

Απομαγνητοφώνηση

vr̩tɔˈɡlaʋit͡sa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osjećaj nesigurnosti ili lagane glave

Word

Λέξη

yoga

Απομαγνητοφώνηση

/ˈjɔɡa/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Praksa fizičkih vježbi i kontrole disanja

Word

Λέξη

zamagljen vid

Απομαγνητοφώνηση

zamaɡljen vid

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stanje u kojem ne možete jasno vidjeti

Word

Λέξη

zavoj

Απομαγνητοφώνηση

ˈzavoi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Trake od materijala koje se koriste za prekrivanje rana

Word

Λέξη

zdrav način života

Απομαγνητοφώνηση

zdrʋaʋ ˈnatʃin ˈʒiʋota

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Način života koji promiče dobro zdravlje

Word

Λέξη

zdravstvene kampanje

Απομαγνητοφώνηση

ˈzdrâːvstʋɛnɛ ˈkâmpaɲɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Napori za promicanje zdravlja i prevenciju bolesti u zajednici

Word

Λέξη

zdravstveni pregledi

Απομαγνητοφώνηση

zdrastʋʋeni ˈprɛɡledi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Testovi za provjeru zdravstvenih problema

Word

Λέξη

zdravstveni terapeut

Απομαγνητοφώνηση

zdrǎvstʋeni tɛrǎpɛut

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zdravstveni radnik koji pomaže ljudima da poboljšaju svoje svakodnevne vještine.

Word

Λέξη

zdravstveno obrazovanje

Απομαγνητοφώνηση

ˈzdrastveno ˈobrazovanje

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Poučavanje ljudi o zdravlju i kako ostati zdrav

Word

Λέξη

želudac

Απομαγνητοφώνηση

ˈʒeludats

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Organ u tijelu gdje hrana ide nakon jela

Word

Λέξη

zglobovi

Απομαγνητοφώνηση

zɡlɔbɔʋi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mjesta u tijelu gdje se dvije kosti susreću

Word

Λέξη

zloupotreba supstanci

Απομαγνητοφώνηση

zloʊ.pɔˈtrɛ.ba supˈstɑn.tsi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Korištenje droga ili alkohola na štetan način

Word

Λέξη

žučni mjehur

Απομαγνητοφώνηση

ˈʒut͡ʃni ˈmjɛxur

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Organ koji pohranjuje žuč