Λίστα λέξεων για CEFR Medical-and-healthcare - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
3D ispis u medicini
Απομαγνητοφώνηση
tri di ˈispis u mɛdʑiˈt͡sini
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Korištenje 3D pisača za izradu medicinskih alata ili dijelova tijela
Λέξη
AI u zdravstvu
Απομαγνητοφώνηση
eɪ aɪ u ˈzdrǎvstvu
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Korištenje umjetne inteligencije za poboljšanje medicinskih usluga i brige o pacijentima
Λέξη
alergijske reakcije
Απομαγνητοφώνηση
alɛrˈɡiʃkɛ rɛˈakt͡sije
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Odgovori imunološkog sustava na stvari koje obično ne uzrokuju probleme
Λέξη
Alzheimerova bolest
Απομαγνητοφώνηση
alʦaɪmɛˈroʋa ˈbɔlɛst
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Bolest koja utječe na pamćenje i razmišljanje
Λέξη
ambulanta
Απομαγνητοφώνηση
ambuˈlanta
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
vozilo koje prevozi bolesne ljude u bolnicu
Λέξη
ambulanta
Απομαγνητοφώνηση
ˈambulanta
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Mjesto gdje pacijenti primaju njegu bez noćenja.
Λέξη
analgetici
Απομαγνητοφώνηση
analɡeˈt͡sici
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Lijekovi koji pomažu u smanjenju boli
Λέξη
anemija
Απομαγνητοφώνηση
anɛˈmija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Stanje kada nemate dovoljno crvenih krvnih zrnaca
Λέξη
anestetici
Απομαγνητοφώνηση
anɛsteˈt͡siti
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Lijekovi koji zaustavljaju bol
Λέξη
anesteziolog
Απομαγνητοφώνηση
anesteziˈolog
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Doktor koji daje anesteziju pacijentima prije operacije
Λέξη
anesteziologija
Απομαγνητοφώνηση
anestezioloˈɡija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Proučavanje kako učiniti da pacijenti ne osjećaju bol tijekom operacije
Λέξη
angiogram
Απομαγνητοφώνηση
ˈaɲɡi.o.ɡɾam
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
RTG slika krvnih žila
Λέξη
anksioznost
Απομαγνητοφώνηση
/aŋk.sio.znost/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osjećaj brige ili straha
Λέξη
antacidi
Απομαγνητοφώνηση
antatsidi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Lijekovi koji pomažu smanjiti želučanu kiselinu
Λέξη
antibiotici
Απομαγνητοφώνηση
ˌantibiˈot͡sitsi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Lijekovi koji se bore protiv bakterija
Λέξη
antidepresivi
Απομαγνητοφώνηση
ˌantidepreˈsɪvi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Lijekovi koji pomažu poboljšati raspoloženje i smanjiti osjećaj tuge
Λέξη
antifungalni
Απομαγνητοφώνηση
antiˈfuŋɡalni
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Lijekovi koji se bore protiv gljivičnih infekcija
Λέξη
antihipertenziv
Απομαγνητοφώνηση
ˌantiˌhipɛrˈtɛnzɪvi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Lijekovi koji snižavaju visoki krvni tlak
Λέξη
antihistaminik
Απομαγνητοφώνηση
antiˈxistamiːnitsi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Lijekovi koji pomažu u ublažavanju simptoma alergije
Λέξη
antikoagulant
Απομαγνητοφώνηση
ˌantikoɡuˈlansi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Lijekovi koji sprječavaju zgrušavanje krvi