Wordlist for CEFR B2 - Expand Your Greek Vocabulary

Picture
Word
Transcription
Part of speech
Meaning
Word

Word

AIDS

Transcription

eɪdz

Part of speech

Noun

Meaning

μια σοβαρή ασθένεια που επηρεάζει το ανοσοποιητικό σύστημα

Word

Word

gaming

Transcription

ˈɡeɪ.mɪŋ

Part of speech

Noun

Meaning

Παίζοντας βιντεοπαιχνίδια

Word

Word

αβεβαιότητα

Transcription

avɛˈvɛ.o.tita

Part of speech

Noun

Meaning

Κατάσταση αβεβαιότητας ή άγνοιας

Word

Word

αγαθά

Transcription

aɣaˈθa

Part of speech

Noun

Meaning

Πράγματα προς πώληση

Word

Word

αγαπητός

Transcription

/aɣapitos/

Part of speech

Adjective

Meaning

να αρέσει κάτι

Word

Word

αγκαλιάζω

Transcription

aɣkaˈʎazo

Part of speech

Verb

Meaning

Να αγκαλιάσεις κάποιον

Word

Word

αγκώνας

Transcription

aɣˈkonas

Part of speech

Noun

Meaning

Η άρθρωση στο χέρι

Word

Word

άγνωστος

Transcription

/ˈaɣ.nos.tos/

Part of speech

Adjective

Meaning

Δεν είναι γνωστός

Word

Word

αγορά

Transcription

aɣoˈra

Part of speech

Noun

Meaning

Η πράξη αγοράς κάτι

Word

Word

άγρια ζωή

Transcription

ˈaɣria zoˈi

Part of speech

Noun

Meaning

Ζώα και φυτά στη φύση

Word

Word

αγροτικός

Transcription

aɣroˈtiko̞s

Part of speech

Adjective

Meaning

Σχετικός με την ύπαιθρο

Word

Word

άγχος

Transcription

ˈaɲxos

Part of speech

Noun

Meaning

Αίσθημα ανησυχίας ή φόβου

Word

Word

αγώνας

Transcription

ˈaɣonas

Part of speech

Noun

Meaning

Μια διαγωνιστική διαδικασία ταχύτητας

Word

Word

αγώνας

Transcription

ˈaɣonas

Part of speech

Noun

Meaning

Δύσκολη εργασία ή προσπάθεια

Word

Word

άδεια

Transcription

ˈaðia

Part of speech

Noun

Meaning

Χρόνος που μπορείς να είσαι μακριά από τη δουλειά

Word

Word

άδεια

Transcription

ˈaðia

Part of speech

Noun

Meaning

επίσημο έγγραφο που δίνει άδεια

Word

Word

αδελφός

Transcription

a.ðelˈfos

Part of speech

Noun

Meaning

Αδελφός ή αδελφή

Word

Word

αδέξιος

Transcription

aˈðeɣsios

Part of speech

Adjective

Meaning

άβολος ή αδέξιος

Word

Word

αδυναμία

Transcription

aðinaˈmi.a

Part of speech

Noun

Meaning

έλλειψη δύναμης

Word

Word

αεροπλάνο

Transcription

aɛɾoˈplano

Part of speech

Noun

Meaning

όχημα που μπορεί να πετάξει