Wordlist for CEFR A1 - Expand Your Greek Vocabulary
Word
CD
Transcription
/ˈe.nas miˈkros ˈðiskos ʝa apofiˈke̞fsi muˈzi.kis i ðeˈðe.mɛn/
Part of speech
Noun
Meaning
ένας μικρός δίσκος για αποθήκευση μουσικής ή δεδομένων
Word
DVD
Transcription
/ˈdɛvɛːdɛ/
Part of speech
Noun
Meaning
ψηφιακός δίσκος βίντεο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ταινιών ή δεδομένων
Word
Transcription
iˈmel
Part of speech
Noun
Meaning
Μήνυμα που αποστέλλεται ηλεκτρονικά
Word
T-shirt
Transcription
tiˈʃirt
Part of speech
Noun
Meaning
ένα χαλαρό μπλουζάκι με κοντά μανίκια
Word
αγαπημένος
Transcription
/aɣa.piˈme.nos/
Part of speech
Adjective
Meaning
Πιο αγαπητός
Word
αγαπώ
Transcription
aɣaˈpo
Part of speech
Verb
Meaning
Να έχω έντονο συναίσθημα αγάπης για κάποιον ή κάτι.
Word
αγελάδα
Transcription
/aɣeˈlaða/
Part of speech
Noun
Meaning
Ένα μεγάλο ζώο που δίνει γάλα
Word
αγορά
Transcription
aɣoˈɾa
Part of speech
Noun
Meaning
Ένας τόπος όπου οι άνθρωποι αγοράζουν και πωλούν πράγματα
Word
αγοράζω
Transcription
/aɣoˈrazo/
Part of speech
Verb
Meaning
Να αποκτήσω κάτι πληρώνοντας χρήματα γι' αυτό
Word
αγόρι
Transcription
aˈɣori
Part of speech
Noun
Meaning
Νέος άντρας
Word
αγρόκτημα
Transcription
/aˈɣroktima/
Part of speech
Noun
Meaning
Ένα μέρος όπου καλλιεργούνται καλλιέργειες ή εκτρέφονται ζώα
Word
αγρότης
Transcription
aˈɣrotis
Part of speech
Noun
Meaning
Άτομο που εργάζεται σε αγρόκτημα
Word
αδελφή
Transcription
aðelˈfi
Part of speech
Noun
Meaning
Γυναίκα αδελφός
Word
αδελφός
Transcription
aðelˈfos
Part of speech
Noun
Meaning
Αρσενικός αδελφός
Word
αέρας
Transcription
ˈe.ɾas
Part of speech
Noun
Meaning
Το αόρατο αέριο που αναπνέουμε
Word
αεροδρόμιο
Transcription
a.e.ɾoˈðɾomio
Part of speech
Noun
Meaning
τόπος όπου τα αεροπλάνα απογειώνονται και προσγειώνονται
Word
αεροπλάνο
Transcription
a.e.roˈpla.no
Part of speech
Noun
Meaning
Ένα όχημα που πετά στον αέρα
Word
αισθάνομαι
Transcription
esˈθanome
Part of speech
Verb
Meaning
να βιώνω μια αίσθηση
Word
αίσθημα
Transcription
ˈesθima
Part of speech
Noun
Meaning
Συναισθηματική κατάσταση
Word
ακολουθώ
Transcription
akolouthó
Part of speech
Verb
Meaning
έρχομαι πίσω