Λίστα λέξεων για CEFR Business - Εμπλουτίστε το Λετονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

administrācija

Απομαγνητοφώνηση

ˌadministraˈt͡sija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Uzņēmuma vadība

Word

Λέξη

akceleratori

Απομαγνητοφώνηση

aksɛlɛˈratori

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Programmas, kas palīdz uzņēmumiem ātri augt

Word

Λέξη

akcijas

Απομαγνητοφώνηση

ˈaktsijas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Daļas no īpašuma uzņēmumā.

Word

Λέξη

akciju opcijas

Απομαγνητοφώνηση

ˈakʦiju ˈoptsijas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Priekšrocība, kas ļauj darbiniekiem iegādāties uzņēmuma akcijas par fiksētu cenu

Word

Λέξη

aktīvā klausīšanās

Απομαγνητοφώνηση

ˈaktīva ˈklau̯siːšana

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Pilnīga uzmanība tam, kas tiek teikts

Word

Λέξη

analītiskie paneļi

Απομαγνητοφώνηση

analiˈtiskie ˈpanɛļi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vizuālas datu attēlošanas, kas palīdz saprast informāciju

Word

Λέξη

analīze

Απομαγνητοφώνηση

aˈnaːlizɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Datu analīzes process, lai labāk tos saprastu

Word

Λέξη

apdrošināšana

Απομαγνητοφώνηση

apdroʃiˈnaːʃana

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Aizsardzības sistēma pret zaudējumiem vai bojājumiem

Word

Λέξη

apgalvojumi

Απομαγνητοφώνηση

apɡalˈvojuːmi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

izteikumi, ka kaut kas ir patiesība

Word

Λέξη

apmācība

Απομαγνητοφώνηση

apˈmɑːt͡siːba

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Prasmes apgūšanas process

Word

Λέξη

apmierinājums

Απομαγνητοφώνηση

/apmiːriˈnājums/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Laime, ko gūst, sasniedzot kaut ko

Word

Λέξη

apstākļi

Απομαγνητοφώνηση

ˈapstākļi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Apstākļi, kas ietekmē kaut ko

Word

Λέξη

apsveikums

Απομαγνητοφώνηση

apsˈveikums

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Apsveikums vēstulē vai runā

Word

Λέξη

aptaujas

Απομαγνητοφώνηση

ˈaptaujas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Jautājumi, kas uzdoti, lai iegūtu informāciju

Word

Λέξη

apvienošana

Απομαγνητοφώνηση

apvieˈnoʃana

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

divu vai vairāku lietu apvienošana vienā

Word

Λέξη

ārpakalpojums

Απομαγνητοφώνηση

ˈaːr.paka.l.pojums

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Citas kompānijas pieņemšana darbam

Word

Λέξη

ārpus biroja

Απομαγνητοφώνηση

ˈaːrpus ˈbiroja

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Attiecas uz kādu, kurš nav darbā

Word

Λέξη

asertivitāte

Απομαγνητοφώνηση

a.sɛr.ti.viːˈtā.tɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Kvalitāte būt pārliecinātam un nebaidīties izteikt viedokļus

Word

Λέξη

atbilde

Απομαγνητοφώνηση

ˈat.bil.de

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Atbilde vai reakcija

Word

Λέξη

atbilde visiem

Απομαγνητοφώνηση

ˈatbilde ˈvisiem

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Atbilde, kas nosūtīta visiem e-pastā