Λίστα λέξεων για CEFR Business - Εμπλουτίστε το Λετονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

atzīšana

Απομαγνητοφώνηση

atziːʃana

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Tikt atzītam vai pamanītam

Word

Λέξη

atzīšana

Απομαγνητοφώνηση

atziːʃana

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

darbība, atzīstot kaut ko

Word

Λέξη

auditorija

Απομαγνητοφώνηση

aʊ.dɪˈtɔ.rɪ.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Grupa cilvēku, kas skatās vai klausās kaut ko

Word

Λέξη

audits

Απομαγνητοφώνηση

ˈaʊ.dɪts

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Pārbaudīt finanšu ierakstus

Word

Λέξη

audits

Απομαγνητοφώνηση

ˈaʊ.dɪt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Rūpīga finanšu dokumentu pārbaude

Word

Λέξη

audits

Απομαγνητοφώνηση

ˈaʊ.dɪts

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Finanšu dokumentu pārbaudes process

Word

Λέξη

automātika

Απομαγνητοφώνηση

ˈautomaːtika

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mašīnu izmantošana, lai strādātu, nevis cilvēku

Word

Λέξη

autortiesības

Απομαγνητοφώνηση

ˈautortiesības

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Tiesības kontrolēt radošā darba izmantošanu

Word

Λέξη

balvas

Απομαγνητοφώνηση

ˈbalvas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

kaut kas, kas tiek dots par labu darbu

Word

Λέξη

benchmarks

Απομαγνητοφώνηση

ˈbɛn.tʃmɑːrk

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Salīdzinošais standarts

Word

Λέξη

biroja dizains

Απομαγνητοφώνηση

ˈbiroja dɪˈzaɪns

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Veids, kā birojs ir iekārtots un dekorēts

Word

Λέξη

blokķēde

Απομαγνητοφώνηση

ˈblok.kʲeː.de

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Informācijas reģistrēšanas sistēma, kuru ir grūti mainīt

Word

Λέξη

bonuss

Απομαγνητοφώνηση

ˈbo.nus

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Papildu naudas summa vai atlīdzība

Word

Λέξη

brīvmākslinieks

Απομαγνητοφώνηση

briːvˈmɑːkslɪnɪɛks

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Persona, kas strādā neatkarīgi

Word

Λέξη

budžets

Απομαγνητοφώνηση

ˈbudʒɛts

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Plāns naudu tērēt

Word

Λέξη

caurspīdīgums

Απομαγνητοφώνηση

ˈkaurspiːdɪɡums

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Kvalitāte būt skaidram un caurspīdīgam

Word

Λέξη

cenu modeļi

Απομαγνητοφώνηση

ˈtsɛnʊ ˈmɔdɛlɪ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Atšķirīgi veidi, kā noteikt cenas produktiem vai pakalpojumiem

Word

Λέξη

cilvēkresursi

Απομαγνητοφώνηση

ˈtsɪlvɛːkˌrɛsursi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

nodaļa, kas pārvalda cilvēkus uzņēmumā

Word

Λέξη

CRM sistēmas

Απομαγνητοφώνηση

sistēmas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Programmatūra klientu attiecību pārvaldīšanai

Word

Λέξη

dalās

Απομαγνητοφώνηση

ˈdaːlɐs

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Dot daļu no kaut kā kādam citam