Λίστα λέξεων για CEFR Business - Εμπλουτίστε το Λετονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

atbildība

Απομαγνητοφώνηση

ˈatbīldība

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Pienākums vai uzdevums, kas jāveic

Word

Λέξη

atbildība

Απομαγνητοφώνηση

atˈbīldība

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

būt atbildīgam

Word

Λέξη

atbildība

Απομαγνητοφώνηση

atˈbīldība

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Atbildības stāvoklis par kaut ko, īpaši saskaņā ar likumu

Word

Λέξη

atbilstība

Απομαγνητοφώνηση

at.bil.sti.ba

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Noteikumu vai pieprasījumu izpildes akts

Word

Λέξη

atcelšanas

Απομαγνητοφώνηση

at͡sɛlʲʃā.nas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Darbība, kas nozīmē atcelt kaut ko, kas bija plānots

Word

Λέξη

atdeve

Απομαγνητοφώνηση

atˈde.vɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Nauda, ko nopelna no ieguldījuma

Word

Λέξη

atgriezt

Απομαγνητοφώνηση

atˈɡriːest

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Atdot naudu

Word

Λέξη

atjaunojumi

Απομαγνητοφώνηση

atjaunojumi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

darbība, kas padara kaut ko atkal jaunu

Word

Λέξη

atjaunojumi

Απομαγνητοφώνηση

ˈat.jau.ɲu.mi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Izmaiņas vai jauna informācija par kaut ko

Word

Λέξη

atjaunošana pēc katastrofas

Απομαγνητοφώνηση

atjaunošana pēts kaˈtastrofas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Plāni, kā atjaunot sistēmas pēc katastrofas

Word

Λέξη

atliek

Απομαγνητοφώνηση

atˈliek

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Pārtraukt vai noslēgt sapulci

Word

Λέξη

atmaksas

Απομαγνητοφώνηση

ˈatmak͡sɐs

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

nauda, kas tiek atgriezta klientam

Word

Λέξη

atmaksāšana

Απομαγνητοφώνηση

atˈmaksāšana

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Nauda, kas tiek atgriezta klientam

Word

Λέξη

atsauksme

Απομαγνητοφώνηση

ˈatsauksme

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Viedokļi vai informācija par to, cik laba ir kaut kas

Word

Λέξη

atsauksmes cikli

Απομαγνητοφώνηση

ˈatsauksmes ˈtsikli

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Process, kurā rezultāti tiek izmantoti, lai uzlabotu nākotnes darbības

Word

Λέξη

atslēgas klienti

Απομαγνητοφώνηση

ˈatslʲeːɡas ˈklʲeːnti

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Svarīgi klienti, uz kuriem uzņēmums koncentrējas

Word

Λέξη

attālinātā darba

Απομαγνητοφώνηση

atˈtālinātā ˈdarba

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Darbs no vietas, kas nav birojs

Word

Λέξη

attiecības

Απομαγνητοφώνηση

/aˈtʲeːt͡siː.bɪs/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Veids, kā cilvēki ir saistīti

Word

Λέξη

attiecības ar investoriem

Απομαγνητοφώνηση

atˈtʲeːt͡siːbas ar ɪnˈvɛstɔrɪɛm

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Komunikācija starp uzņēmumu un tā investoriem

Word

Λέξη

atvērtie biroji

Απομαγνητοφώνηση

atˈvɛrtiɛ ˈbiɾoji

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Biroju dizaini ar mazām sienām