Λίστα λέξεων για CEFR Engineering-and-manufacturing - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

Ganttove karte

Απομαγνητοφώνηση

ˈɡant.tɔ.ve ˈkar.te

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vrsta karte koja prikazuje raspored projekta

Word

Λέξη

generatori

Απομαγνητοφώνηση

ɡɛnɛˈratori

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Strojevi koji proizvode električnu energiju

Word

Λέξη

geodetska mjerenja

Απομαγνητοφώνηση

ɡeɔˈdɛtska ˈmjɛrɛɲa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Akt mjerenja zemljišta

Word

Λέξη

geotehničko inženjerstvo

Απομαγνητοφώνηση

ɡe.o.tɛˈxni.t͡ʃ.ko in.ʒɛˈɲɛr.stʋo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Grana inženjerstva koja proučava ponašanje zemljanih materijala

Word

Λέξη

geotermalna energija

Απομαγνητοφώνηση

ɡe.oˈtɛr.mal.na eˈnɛr.ɡi.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Energija iz topline unutar Zemlje

Word

Λέξη

gnojiva

Απομαγνητοφώνηση

ˈɡnɔjiva

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Tvari dodane tlu da pomognu biljkama da rastu

Word

Λέξη

gorenje

Απομαγνητοφώνηση

ɡoˈreɲe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces paljenja nečega za proizvodnju energije

Word

Λέξη

gorivne ćelije

Απομαγνητοφώνηση

ɡoˈriːvne ˈtʃɛlije

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Uređaji koji pretvaraju kemijsku energiju u električnu energiju

Word

Λέξη

građevina

Απομαγνητοφώνηση

ɡrǎːdʑeʋina

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

proces izgradnje nečega

Word

Λέξη

građevinski inženjer

Απομαγνητοφώνηση

ɡrâdʑeʋiːnskiː ǐnʒeɲer

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Inženjer koji projektira zgrade i ceste

Word

Λέξη

grafen

Απομαγνητοφώνηση

ˈɡraːfen

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Jedan sloj ugljikovih atoma raspoređenih u heksagonalnu mrežu

Word

Λέξη

guranje

Απομαγνητοφώνηση

ˈɡuranje

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sila koja gura nešto naprijed

Word

Λέξη

hibridno vozilo

Απομαγνητοφώνηση

xibridna ˈvozila

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Automobili koji koriste i benzin i struju

Word

Λέξη

hidraulika

Απομαγνητοφώνηση

xidrauˈlika

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Korištenje tekućine za stvaranje snage ili pokreta

Word

Λέξη

hidroelektrična energija

Απομαγνητοφώνηση

xidroeleˈktrit͡ʃna eˈnɛrɡija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Električna energija proizvedena iz pokretne vode

Word

Λέξη

hitne procedure

Απομαγνητοφώνηση

ˈxitne prɔˈt͡seːdure

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Koraci koje treba slijediti u hitnim situacijama

Word

Λέξη

hladnjača

Απομαγνητοφώνηση

xlaˈdɲatʃa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces hlađenja

Word

Λέξη

hvatanje ugljika

Απομαγνητοφώνηση

ˈxvatanje uˈɡlʲika

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak za hvatanje ugljikovog dioksida iz zraka ili emisija

Word

Λέξη

induktori

Απομαγνητοφώνηση

inˈduktori

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Komponente koje pohranjuju energiju u magnetskom polju

Word

Λέξη

industrijski inženjer

Απομαγνητοφώνηση

inˈdustrijski ˈiʒeɲer

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Inženjer koji poboljšava procese i sustave u industrijama