Λίστα λέξεων για CEFR Engineering-and-manufacturing - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

industrijski robot

Απομαγνητοφώνηση

ɪnduˈstrijski ˈrɔbɔti

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Strojevi koji mogu raditi u tvornicama

Word

Λέξη

infotainment sustav

Απομαγνητοφώνηση

infotɛɪnmɛnt ˈsustavi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sustavi u automobilima koji pružaju informacije i zabavu

Word

Λέξη

infrastruktura

Απομαγνητοφώνηση

ˌinfrastʊkˈtura

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osnovni sustavi i usluge potrebni za funkcioniranje zemlje ili organizacije

Word

Λέξη

injekcijsko oblikovanje

Απομαγνητοφώνηση

iɲɛkˈt͡sijsko oˈblikovaɲe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Način izrade plastičnih dijelova injektiranjem rastopljene plastike u kalup

Word

Λέξη

inspekcija

Απομαγνητοφώνηση

ɪnˈspɛktsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Radnja pažljivog gledanja nečega kako bi se proverilo njegovo stanje

Word

Λέξη

inženjer dizajna

Απομαγνητοφώνηση

inʒeˈɲɛr diˈzaɪ̯na

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Inženjer koji stvara dizajne za proizvode

Word

Λέξη

inženjering unazad

Απομαγνητοφώνηση

ɪnʒeˈnɛrɪŋ ˈunazad

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces uzimanja nečega i rastavljanje da bi se videlo kako funkcioniše

Word

Λέξη

inženjer kvalitete

Απομαγνητοφώνηση

ˈiʒeɲer kvaliˈtete

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja provjerava jesu li proizvodi dobri

Word

Λέξη

inženjer proizvodnje

Απομαγνητοφώνηση

inˈʒeɲer prǐzoʋdɲe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja dizajnira i poboljšava načine za proizvodnju proizvoda

Word

Λέξη

inženjer robotike

Απομαγνητοφώνηση

ɪnʒeˈɲɛr rɔˈbɔtɪkɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja dizajnira i gradi robote

Word

Λέξη

inženjerstvo

Απομαγνητοφώνηση

ˈi.ʒe.njɛr.stʋo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

rad na projektiranju i izgradnji strojeva

Word

Λέξη

inženjerstvo potresa

Απομαγνητοφώνηση

ˈiːn.ʒe.njɛr.stʋo ˈpɔ.tre.sa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Studij kako dizajnirati zgrade da izdrže potrese

Word

Λέξη

IoT (Internet stvari)

Απομαγνητοφώνηση

ˈi.o.t

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mreža uređaja koji se povezuju na internet i dijele podatke

Word

Λέξη

ISO standardi

Απομαγνητοφώνηση

ˈaɪsəʊ ˈstandardi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Međunarodna pravila za kvalitetu i sigurnost

Word

Λέξη

istraživanje svemira

Απομαγνητοφώνηση

istrażiˈvaɲe ˈsvemira

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Istraživanje i putovanje u svemir

Word

Λέξη

iteracija

Απομαγνητοφώνηση

iterˈatsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Ponovljeni proces ili verzija nečega

Word

Λέξη

izmjenjivač topline

Απομαγνητοφώνηση

izˈmjenjiːvaːtʃi ˈtɔplʲine

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Uređaji koji prenose toplinu između fluida

Word

Λέξη

izolacijski materijal

Απομαγνητοφώνηση

izolaˈtsijski mateˈrijali

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Tvari koje zadržavaju toplinu ili zvuk.

Word

Λέξη

izolator

Απομαγνητοφώνηση

izolatori

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Materijali koji sprječavaju prolaz električne energije ili topline

Word

Λέξη

izrada

Απομαγνητοφώνηση

ˈizrada

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces pravljenja nečega