Λίστα λέξεων για CEFR Engineering-and-manufacturing - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

ekstruzija

Απομαγνητοφώνηση

ekstruˈzi.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces oblikovanja materijala tjeranjem kroz matricu

Word

Λέξη

elastičnost

Απομαγνητοφώνηση

ɛˈlastit͡ʃnɔst

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sposobnost materijala da se vrati u prvobitni oblik nakon istezanja

Word

Λέξη

elektrane

Απομαγνητοφώνηση

ɛlɛkˈtraːnɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Objekti koji proizvode električnu energiju

Word

Λέξη

električna energija

Απομαγνητοφώνηση

elekˈtriʧna eˈnerɡija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Oblik energije koji se koristi za osvjetljavanje i napajanje

Word

Λέξη

električna vozila

Απομαγνητοφώνηση

ɛlɛkˈtriʧna ˈvɔzila

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Automobili koji koriste električnu energiju umjesto benzina

Word

Λέξη

elektroinženjer

Απομαγνητοφώνηση

ɛlɛktrɔˈiʒɛɲɛr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja radi s električnom energijom i električnim sustavima

Word

Λέξη

elektronika

Απομαγνητοφώνηση

/elek'tronika/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Uređaji koji koriste električnu energiju za rad

Word

Λέξη

energetska učinkovitost

Απομαγνητοφώνηση

ɛnerˈɡetska uˈtʃinkovitost

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Korištenje manje energije za istu uslugu

Word

Λέξη

energetski auditi

Απομαγνητοφώνηση

ɛnɛrˈɡɛtski ˈaʊdɪti

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Provjere koliko se energije koristi i kako je uštedjeti

Word

Λέξη

energetski konzultant

Απομαγνητοφώνηση

ˈenerɡɛtski kɔnˈzultant

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja savjetuje o korištenju i učinkovitosti energije

Word

Λέξη

energetski sustavi

Απομαγνητοφώνηση

ɛnɛrˈɡɛtski ˈsustavi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sustavi koji proizvode i koriste električnu energiju

Word

Λέξη

energija vjetra

Απομαγνητοφώνηση

ˈɛnɛrɡija ˈvjɛtra

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Snaga proizvedena od vjetra

Word

Λέξη

ergonomija

Απομαγνητοφώνηση

ɛrɡoˈnɔmiʝa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

studija o tome kako ljudi rade

Word

Λέξη

ergonomija radnog mjesta

Απομαγνητοφώνηση

ɛrɡoˈnɔmija ˈradnɔɡ ˈmjɛsta

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Studija o tome kako učiniti radne prostore udobnima i učinkovitim

Word

Λέξη

farmaceutski proizvodi

Απομαγνητοφώνηση

fǎr.ma.t͡seʊt.ski prǒi.zʊ.vɔ.di

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Lijekovi i lijekovi koji se koriste za liječenje bolesti

Word

Λέξη

firmver

Απομαγνητοφώνηση

ˈfɪrm.vɛr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Softver koji je trajno pohranjen u hardveru

Word

Λέξη

fluidna dinamika

Απομαγνητοφώνηση

ˈfluidna dɪˈnɪmika

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Studij kako se tekućine i plinovi kreću

Word

Λέξη

fluidna mehanika

Απομαγνητοφώνηση

ˈfluidna mɛˈxanika

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Studij o tome kako se tekućine i plinovi kreću i ponašaju

Word

Λέξη

FMEA (Analiza načina kvarenja i posljedica)

Απομαγνητοφώνηση

ɛfˈɛmˈiːˈeɪ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Metoda za pronalaženje problema u procesu

Word

Λέξη

fotovoltaične ćelije

Απομαγνητοφώνηση

fɔtovɔlˈtaɪ̯tʃnɛ ˈt͡ɕɛlije

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Uređaji koji pretvaraju sunčevu svjetlost u električnu energiju