Wordlist for CEFR C2 - Expand Your Greek Vocabulary

Picture
Word
Transcription
Part of speech
Meaning
Word

Word

CD

Transcription

/siː diː/

Part of speech

Noun

Meaning

Ένας δίσκος που αποθηκεύει μουσική ή δεδομένα

Word

Word

naïf

Transcription

/naˈif/

Part of speech

Adjective

Meaning

έλλειψη εμπειρίας ή κατανόησης

Word

Word

naïf

Transcription

/naˈif/

Part of speech

Meaning

που λείπει από εμπειρία ή εκλέπτυνση

Word

Word

trafficking

Transcription

/ˈtrafikɪŋ/

Part of speech

Noun

Meaning

η πράξη αγοράς και πώλησης παράνομων αγαθών

Word

Word

αβέβαιος

Transcription

/aˈve.βe.os/

Part of speech

Adjective

Meaning

δεν είναι σίγουρος

Word

Word

άβολος

Transcription

ˈavolos

Part of speech

Adjective

Meaning

προκαλεί προβλήματα ή δυσκολίες

Word

Word

αγανάκτηση

Transcription

aɣaˈnaɾktisi

Part of speech

Verb

Meaning

Να κάνεις κάποιον πολύ θυμωμένο

Word

Word

αγαπημένος

Transcription

/aɣapiˈmenos/

Part of speech

Noun

Meaning

Άτομο που αγαπάς

Word

Word

αγγελιοφόρος

Transcription

aɲɡe.li.oˈfo.ros

Part of speech

Noun

Meaning

Άτομο που παραδίδει μηνύματα

Word

Word

Αγγλος

Transcription

ˈaɡɡlos

Part of speech

Noun

Meaning

Ένας άντρας από την Αγγλία

Word

Word

άγευστος

Transcription

ˈaʝefstos

Part of speech

Adjective

Meaning

χωρίς γεύση

Word

Word

αγνοώ

Transcription

/aɣnoˈo/

Part of speech

Verb

Meaning

να μην δίνω προσοχή

Word

Word

αγορά

Transcription

aɣoˈra

Part of speech

Gerund

Meaning

η πράξη της αγοράς κάτι

Word

Word

αδαής

Transcription

a.ðaˈis

Part of speech

Adjective

Meaning

δεν ξέρει

Word

Word

άδεια

Transcription

ˈa.ðea

Part of speech

Noun

Meaning

Η πράξη παροχής επίσημης άδειας

Word

Word

αδελφότητα

Transcription

aðelfóti̱ta

Part of speech

Noun

Meaning

φιλική ένωση

Word

Word

αδιαμφισβήτητος

Transcription

aðiafisiˈvitɨtos

Part of speech

Adjective

Meaning

Δεν αμφισβητείται.

Word

Word

αδιανόητος

Transcription

aðjaˈni.tos

Part of speech

Adjective

Meaning

Αδύνατος να φανταστεί ή να πιστέψει

Word

Word

αδιαφορία

Transcription

aðiafoˈria

Part of speech

Noun

Meaning

έλλειψη ενδιαφέροντος ή ανησυχίας

Word

Word

αδιάφορος

Transcription

aˈðja.fɔ.ros

Part of speech

Adjective

Meaning

δεν είναι ενδιαφέρον