Wordlist for CEFR A2 - Expand Your Greek Vocabulary

Picture
Word
Transcription
Part of speech
Meaning
Word

Word

αγάπη

Transcription

/aˈɣapi/

Part of speech

Noun

Meaning

Ένα δυνατό συναίσθημα αγάπης

Word

Word

αγαπημένος

Transcription

/aɣapiˈmenos/

Part of speech

Noun

Meaning

Άτομο ή πράγμα που αγαπάται περισσότερο

Word

Word

αγγίζω

Transcription

aˈɡizo

Part of speech

Verb

Meaning

Βάζω το χέρι σε κάτι

Word

Word

αγενής

Transcription

aʝeˈnis

Part of speech

Adjective

Meaning

Όχι ευγενής

Word

Word

άγριος

Transcription

/ˈaɣri.os/

Part of speech

Adjective

Meaning

Ζει στη φύση, όχι ελεγχόμενος

Word

Word

αγροκτήμα

Transcription

/aɣroˈktima/

Part of speech

Verb

Meaning

Χώρος για καλλιέργεια φυτών ή εκτροφή ζώων

Word

Word

αγωνίζομαι

Transcription

aɣoˈnizome

Part of speech

Verb

Meaning

Να συμμετέχω σε αγώνα

Word

Word

άδεια

Transcription

ˈaðia

Part of speech

Noun

Meaning

Η πράξη να επιτρέπεις σε κάποιον να κάνει κάτι

Word

Word

άδειος

Transcription

ˈaðeos

Part of speech

Adjective

Meaning

Περιέχει τίποτα

Word

Word

αδύναμος

Transcription

aˈðinamos

Part of speech

Adjective

Meaning

χωρίς δύναμη

Word

Word

αδύνατος

Transcription

aˈðinatos

Part of speech

Adjective

Meaning

δεν μπορεί να συμβεί

Word

Word

αέριο

Transcription

ˈa.e.ri.o

Part of speech

Noun

Meaning

Μια ουσία όπως ο αέρας που χρησιμοποιείται ως καύσιμο

Word

Word

αεροπορική εταιρεία

Transcription

aeroporiˈki etɛˈri.a

Part of speech

Noun

Meaning

εταιρεία που προσφέρει πτήσεις

Word

Word

αθλητής

Transcription

aθliˈtis

Part of speech

Noun

Meaning

άτομο που είναι καλό στον αθλητισμό

Word

Word

αθλητικά

Transcription

aθlitiká

Part of speech

Noun

Meaning

Ένα είδος παπουτσιού για σπορ ή casual

Word

Word

αίθουσα

Transcription

ˈeθusa

Part of speech

Noun

Meaning

Μεγάλος χώρος για συναντήσεις

Word

Word

αίμα

Transcription

ˈema

Part of speech

Noun

Meaning

το κόκκινο υγρό στο σώμα

Word

Word

αίσθηση

Transcription

ˈe̞sθisi

Part of speech

Noun

Meaning

Τρόπος κατανόησης ή αίσθησης κάτι

Word

Word

αίτημα

Transcription

ˈetima

Part of speech

Noun

Meaning

Πράξη ζητήματος κάτι

Word

Word

αιτία

Transcription

eˈitia

Part of speech

Noun

Meaning

Ένας λόγος για κάτι που συμβαίνει