Λίστα λέξεων για CEFR Medical-and-healthcare - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

hitna medicinska pomoć

Απομαγνητοφώνηση

ˈxîtna mɛdɪˈtsɨnska ˈpɔmɔtʃ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sistem koji pomaže ljudima u hitnim medicinskim situacijama

Word

Λέξη

hitna pomoć

Απομαγνητοφώνηση

ˈxîtna ˈpômoć

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Radnje poduzete za pomoć ljudima u hitnim situacijama

Word

Λέξη

hitna pomoć

Απομαγνητοφώνηση

ˈxîtna ˈpɔ̂mɔtʃ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Medicinski radnik koji pomaže u hitnim slučajevima

Word

Λέξη

hitna pomoć

Απομαγνητοφώνηση

ˈxît.nâ ˈpô.mɔtʃ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mjesto u bolnici za hitne zdravstvene probleme

Word

Λέξη

hodalica

Απομαγνητοφώνηση

ˈxɔ.dal.itsa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Uređaj koji pomaže ljudima da hodaju

Word

Λέξη

hormon

Απομαγνητοφώνηση

xɔrˈmɔni

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Kemijske tvari u tijelu koje kontroliraju mnoge funkcije

Word

Λέξη

hospic

Απομαγνητοφώνηση

ˈhɔspit͡s

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mjesto za vrlo bolesne ljude koji umiru

Word

Λέξη

hrskavica

Απομαγνητοφώνηση

xrsˈkaʋitsa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Fleksibilno tkivo koje povezuje kosti

Word

Λέξη

imunitet krda

Απομαγνητοφώνηση

iˈmunitɛt ˈkrda

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Kada je mnogo ljudi imuno na bolest

Word

Λέξη

imunologija

Απομαγνητοφώνηση

iˈmunoloɡija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Studij imunološkog sustava

Word

Λέξη

imunoterapija

Απομαγνητοφώνηση

iˈmunotɛrapija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Liječenje koje pomaže tijelu u borbi protiv bolesti

Word

Λέξη

infektivna bolest

Απομαγνητοφώνηση

infɛkˈtivna bɔlɛst

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Bolest koja se može prenijeti s jedne osobe na drugu

Word

Λέξη

infuzijska pumpa

Απομαγνητοφώνηση

ɪnˈfuzijska ˈpum̩pa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Uređaj koji isporučuje tekućine pacijentu

Word

Λέξη

insomnija

Απομαγνητοφώνηση

ɪnˈsɔm.ni.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stanje u kojem osoba ima problema sa spavanjem

Word

Λέξη

intenzivna njega (IN)

Απομαγνητοφώνηση

ɪntɛnˈzivna ˈɲɛɡa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Posebno bolničko područje za pacijente koji trebaju blisku njegu

Word

Λέξη

internistička medicina

Απομαγνητοφώνηση

ˈintɛrnɪstɪtʃka mɛdɪˈtsina

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Grana medicine za odrasle

Word

Λέξη

intravenozna terapija

Απομαγνητοφώνηση

ˌintravenozna ˈtɛrapija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Liječenje koje se daje direktno u venu

Word

Λέξη

intubacija

Απομαγνητοφώνηση

intubaˈt͡sija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak umetanja cijevi u dišne puteve pacijenta kako bi mu se pomoglo da diše

Word

Λέξη

invalidska kolica

Απομαγνητοφώνηση

in.vaˈlids.kɐ kɔˈli.t͡sa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stolica na kotačima za ljude koji ne mogu hodati

Word

Λέξη

inzulin

Απομαγνητοφώνηση

ˈinzulin

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Hormon koji pomaže u kontroli razine šećera u krvi