Λίστα λέξεων για CEFR Legal-and-law - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
medijacija
Απομαγνητοφώνηση
mɛdijatsɪja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Način za rješavanje problema uz pomoć neutralne osobe
Λέξη
međunarodna arbitraža
Απομαγνητοφώνηση
mɛdʑuˈnaɾodna aɾbiˈtɾaʒa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Način za rješavanje sporova između strana iz različitih zemalja
Λέξη
Međunarodni kazneni sud
Απομαγνητοφώνηση
mɛdʑunɐˈrɔdni ˈkazneni sud
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Sud za ozbiljna zločina protiv čovječnosti
Λέξη
međunarodni sud
Απομαγνητοφώνηση
mɛdʑʊˈnɑrɔdni sud
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Sud koji se bavi pravnim pitanjima između zemalja
Λέξη
minimalna plaća
Απομαγνητοφώνηση
ˈmǐnimalna ˈplaːtʃa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Najmanji iznos novca koji radnici mogu primiti
Λέξη
Miranda prava
Απομαγνητοφώνηση
miˈranda ˈprava
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Prava koja policija mora reći osobi kada je uhićena
Λέξη
mišljenje
Απομαγνητοφώνηση
ˈmiʃʎeɲe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osobno gledište ili uvjerenje
Λέξη
mito
Απομαγνητοφώνηση
ˈmito
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Davanje ili primanje nečega da bi se utjecalo na odluku
Λέξη
molitva
Απομαγνητοφώνηση
mɔˈlitʋa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
ozbiljan zahtjev
Λέξη
nadležnost
Απομαγνητοφώνηση
ˈnadleʒnost
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Službena moć donošenja pravnih odluka i presuda.
Λέξη
nagodba
Απομαγνητοφώνηση
naˈɡodba
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Dogovor između strana
Λέξη
nagodba
Απομαγνητοφώνηση
ˈnaɡodba
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Dogovor u kaznenom postupku gdje optuženik priznaje krivnju za manju kaznu
Λέξη
najam
Απομαγνητοφώνηση
ˈnajem
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Razdoblje kada netko iznajmljuje nekretninu
Λέξη
naknada za rad
Απομαγνητοφώνηση
nǎknada za rǎd
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osiguranje za radnike ozlijeđene na poslu
Λέξη
naknade za nezaposlene
Απομαγνητοφώνηση
nǎknade zǎ nezaposlene
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Novac koji se daje ljudima koji su bez posla
Λέξη
napad
Απομαγνητοφώνηση
nâpad
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zločin udaranja nekoga
Λέξη
napad
Απομαγνητοφώνηση
/nâpad/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Nasilni napad
Λέξη
naredba
Απομαγνητοφώνηση
ˈnaredba
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
pravni dokument koji omogućava policiji da djeluje
Λέξη
naredba
Απομαγνητοφώνηση
ˈnaredba
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Formalna pravna naredba koju izdaje sud
Λέξη
naslov
Απομαγνητοφώνηση
ˈnasloʊv
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Ime knjige ili filma