Λίστα λέξεων για CEFR Legal-and-law - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

certifikat

Απομαγνητοφώνηση

/t͡serˈtifikat/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Službeni dokument koji dokazuje vještine ili znanje

Word

Λέξη

deklaracija

Απομαγνητοφώνηση

dɛklaˈrat͡sija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

službena izjava

Word

Λέξη

delikt

Απομαγνητοφώνηση

dɛˈlikt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

nezakoniti čin koji uzrokuje štetu

Word

Λέξη

deportacija

Απομαγνητοφώνηση

deˈpɔrtatsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Radnja prisiljavanja nekoga da napusti zemlju

Word

Λέξη

depozicija

Απομαγνητοφώνηση

de.poˈzi.t͡si.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Formalna izjava data pod zakletvom, obično u pravnom slučaju

Word

Λέξη

digitalni ugovori

Απομαγνητοφώνηση

diɡiˈtalni ˈuɡovori

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sporazumi sklopljeni elektronički

Word

Λέξη

dioničar

Απομαγνητοφώνηση

ˈdiːo.ni.t͡ʃar

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja posjeduje dionice u tvrtki.

Word

Λέξη

dionik

Απομαγνητοφώνηση

diˈo̞niːk

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba ili grupa koja ima interes u poslu

Word

Λέξη

diplomatska imunitet

Απομαγνητοφώνηση

diplomatska iˈmunitɛt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zaštita od pravnih radnji za diplomate

Word

Λέξη

diskriminacija

Απομαγνητοφώνηση

diskrimiˈnatsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Nepravedno postupanje prema ljudima

Word

Λέξη

dokaz

Απομαγνητοφώνηση

ˈdɔkaz

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Nešto što pokazuje dokaz

Word

Λέξη

dokazi

Απομαγνητοφώνηση

ˈdɔkazi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Predmeti prikazani na sudu

Word

Λέξη

društvo s ograničenom odgovornošću (d.o.o.)

Απομαγνητοφώνηση

ˈdruʃtvo s oɡɾaˈniːtʃenom oɡdoˈvoɾnoʃću

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vrsta poslovne strukture koja štiti vlasnike od osobne odgovornosti

Word

Λέξη

državljanstvo

Απομαγνητοφώνηση

/dr̩ʒaːvʲl̩jan̩stvo/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Status kao građanin

Word

Λέξη

dužnost brige

Απομαγνητοφώνηση

ˈduːʒnost ˈbriɡe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

odgovornost za osiguranje sigurnosti drugih

Word

Λέξη

ekskluzivna prava

Απομαγνητοφώνηση

ɛkskluˈzivna ˈprava

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Prava koja pripadaju samo određenoj osobi ili grupi

Word

Λέξη

ekstradicija

Απομαγνητοφώνηση

ɛkstraˈditsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak slanja osobe natrag gdje je počinila zločin

Word

Λέξη

elektronički potpis

Απομαγνητοφώνηση

elekˈtroniːtʃki ˈpɔtpis

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Digitalna verzija potpisa osobe koja se koristi za potpisivanje dokumenata online

Word

Λέξη

eminentna domena

Απομαγνητοφώνηση

ˈeminentna doˈmena

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Pravo vlade da uzme privatnu imovinu za javnu upotrebu

Word

Λέξη

eskrow

Απομαγνητοφώνηση

ˈɛskroʊ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Financijski aranžman u kojem treća strana drži novac ili imovinu