Λίστα λέξεων για CEFR Hospitality-and-tourism - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

jednokrevetna soba

Απομαγνητοφώνηση

ˈjɛdnokrevtnɐ ˈsoba

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Soba za jednu osobu

Word

Λέξη

kafić

Απομαγνητοφώνηση

ˈkafitɕ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mali restoran ili kafić

Word

Λέξη

kajakarenje

Απομαγνητοφώνηση

kaɪˈjɑːkɐrɛɲɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Aktivnost veslanja u malom čamcu zvanom kajak

Word

Λέξη

kampanje na društvenim mrežama

Απομαγνητοφώνηση

ˈkampanje na ˈdruʃtvenim ˈmrɛʒama

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Promocijske aktivnosti na društvenim platformama

Word

Λέξη

kampiranje

Απομαγνητοφώνηση

ˈkampiranjɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Aktivnost življenja na otvorenom u šatoru ili kamp-prikolici

Word

Λέξη

karta za ukrcaj

Απομαγνητοφώνηση

ˈkarta za ˈukr̩t͡saj

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Dokument koji vam omogućuje ulazak u avion

Word

Λέξη

kasna odjava

Απομαγνητοφώνηση

ˈkasna ˈodjɑʋa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vrijeme kada gost može napustiti hotel kasnije nego obično

Word

Λέξη

kašnjenje

Απομαγνητοφώνηση

ˈkaʃɲeɲe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vrijeme kada nešto kasni

Word

Λέξη

katedrale

Απομαγνητοφώνηση

kaˈtɛdraːlɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Velike i važne crkve

Word

Λέξη

ključna kartica

Απομαγνητοφώνηση

ˈkljuːtʃna ˈkartit͡sa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

kartica za otvaranje vrata u hotelima

Word

Λέξη

koktel

Απομαγνητοφώνηση

/ˈkɔktɛl/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

mješavina pića, obično s alkoholom

Word

Λέξη

koncijer

Απομαγνητοφώνηση

kɔnˈt͡sijɛr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba u hotelu koja pomaže gostima

Word

Λέξη

konferencija

Απομαγνητοφώνηση

kɔn.fɛˈrɛn.t͡si.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

formalni sastanak za raspravu

Word

Λέξη

konferencijska soba

Απομαγνητοφώνηση

kɔnfeˈrɛnt͡sijskɐ ˈsɔbɐ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Soba za sastanke

Word

Λέξη

konobar

Απομαγνητοφώνηση

ˈkɔnobɑr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja poslužuje hranu i piće u restoranu

Word

Λέξη

konobar

Απομαγνητοφώνηση

/ˈkɔnobɑr/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

osoba koja poslužuje hranu u restoranu

Word

Λέξη

konobarica

Απομαγνητοφώνηση

kɔˈnɔbaːrit͡sa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Žena koja poslužuje hranu i piće u restoranu

Word

Λέξη

konvencija

Απομαγνητοφώνηση

kɔnˈʋɛnt͡sija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

veliko okupljanje ili konferencija

Word

Λέξη

koordinator marketinga

Απομαγνητοφώνηση

koor.diˈna.tor mar.keˈtiŋa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja pomaže u marketingu

Word

Λέξη

korisnička služba

Απομαγνητοφώνηση

kɔˈriʃnitʃka ˈsluʒba

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Pomoć koja se pruža kupcima