Λίστα λέξεων για CEFR Business - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

ispunjenje

Απομαγνητοφώνηση

ispuˈɲeɲe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Radnja dovršavanja ili postizanja nečega

Word

Λέξη

istraživanje tržišta

Απομαγνητοφώνηση

istraˈʒiːvaɲe ˈtʃrʑiːʃta

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces prikupljanja informacija o tome što ljudi žele kupiti

Word

Λέξη

izložiti

Απομαγνητοφώνηση

izloʒiti

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Predstaviti ideju ili proizvod

Word

Λέξη

izvan ureda

Απομαγνητοφώνηση

izˈvan ˈureda

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Odnositi se na nekoga tko nije na poslu

Word

Λέξη

izvedba kampanje

Απομαγνητοφώνηση

izˈʋedba ˈkampanje

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Kako dobro se odvija marketinška kampanja

Word

Λέξη

izvještaji o napretku

Απομαγνητοφώνηση

izˈʋjɛʃtaji o ˈnapretku

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

dokumenta koja pokazuju kako ide rad

Word

Λέξη

izvještavanje

Απομαγνητοφώνηση

izʋjɛʃˈtavɪŋɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Radnja pisanja ili pričanja vijesti

Word

Λέξη

izvještavanje o troškovima

Απομαγνητοφώνηση

izʋjɛʃˈtaʋaɲe o ˈtroʃkɔʋima

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces dokumentiranja troškova

Word

Λέξη

izvođač

Απομαγνητοφώνηση

izʋoˈd͡ʑatʃ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba ili tvrtka koja obavlja rad

Word

Λέξη

izvor prihoda

Απομαγνητοφώνηση

izˈvoːri ˈpriɦoda

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Izvori novca koje tvrtka zarađuje

Word

Λέξη

izvršni

Απομαγνητοφώνηση

izˈʋrʃni

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba s visokom pozicijom u tvrtki

Word

Λέξη

jasnoća

Απομαγνητοφώνηση

jasˈnɔtʃa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Clearness

Word

Λέξη

kampanja

Απομαγνητοφώνηση

ˈkampanja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Niz akcija za postizanje cilja

Word

Λέξη

kapital

Απομαγνητοφώνηση

ˈkapital

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

vrijednost vlasništva u tvrtki

Word

Λέξη

kibernetska sigurnost

Απομαγνητοφώνηση

kibernɛtska siɡurnɔst

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Praksa zaštite računala

Word

Λέξη

kibernetske prijetnje

Απομαγνητοφώνηση

kibernɛtske priˈjɛtɲe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Opasnosti za računalne sustave i podatke

Word

Λέξη

klijent

Απομαγνητοφώνηση

ˈklijɛnt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja koristi usluge profesionalca

Word

Λέξη

ključni klijent

Απομαγνητοφώνηση

ˈkljuːtʃni ˈklijenti

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Važni kupci na koje se tvrtka fokusira

Word

Λέξη

knjiga

Απομαγνητοφώνηση

ˈkɲiɡa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Knjiga za vođenje financijskih evidencija

Word

Λέξη

knjigovodstvo

Απομαγνητοφώνηση

kɲiɡɔˈʋɔdstʋɔ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vođenje financijskih transakcija