Λίστα λέξεων για CEFR Business - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

kolekcije

Απομαγνητοφώνηση

koˈlɛk.t͡si.je

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Grupe sakupljenih predmeta

Word

Λέξη

kompromis

Απομαγνητοφώνηση

kɔmprɔˈmɪs

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

dogovor gdje svaka strana odustaje od nečega

Word

Λέξη

kompromis

Απομαγνητοφώνηση

kɔmprɔˈmis

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

riješenje sukoba odustajanjem od nečega

Word

Λέξη

komunikacija

Απομαγνητοφώνηση

kɔmuniˈkaːt͡sija s diˈoːniːt͡ʃaɾima

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Način na koji tvrtka dijeli informacije sa svojim vlasnicima

Word

Λέξη

komunikacija

Απομαγνητοφώνηση

kɔmuniˈkaːt͡sija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

čin dijeljenja informacija

Word

Λέξη

konac

Απομαγνητοφώνηση

ˈkonats

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Tanka nit od materijala

Word

Λέξη

konferencija

Απομαγνητοφώνηση

kɔn.fɛˈrɛn.t͡si.je

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sastanci na kojima ljudi raspravljaju o temama

Word

Λέξη

konkurentska prednost

Απομαγνητοφώνηση

kɔnkʊˈrɛntska ˈprɛdnost

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stanje koje pomaže tvrtki da bude uspješnija od drugih

Word

Λέξη

konkurentsko benchmarkiranje

Απομαγνητοφώνηση

kɔnkuˈrɛntsko ˈbɛnʧmɑːrkɪrɪŋ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Usporedba poslovanja s konkurentima

Word

Λέξη

konsenzus

Απομαγνητοφώνηση

kɔnˈsɛnzus

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

opće slaganje

Word

Λέξη

kontrola kvalitete

Απομαγνητοφώνηση

kɔnˈtrola ˈkvalitɛtɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak osiguravanja dobrih proizvoda

Word

Λέξη

kontrola verzija

Απομαγνητοφώνηση

kɔnˈtrɔla ˈvɛrziːja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sustav koji upravlja promjenama u dokumentima ili datotekama

Word

Λέξη

konverzija

Απομαγνητοφώνηση

kɔnˈʋeːr.zi.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

akt promjene nečega

Word

Λέξη

konverzijske stope

Απομαγνητοφώνηση

kɔnʋɛrˈziːjskɛ ˈstɔpɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postotak posjetitelja koji poduzimaju željenu akciju

Word

Λέξη

korisnička služba

Απομαγνητοφώνηση

kɔˈriʃnitʃka ˈsluʒba

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Pomoć koja se pruža kupcima

Word

Λέξη

korporativna društvena odgovornost

Απομαγνητοφώνηση

kɔr.pɔ.rɪˈtiv.nɐ ˈdruʃtʋe.nɐ ɒd.ɡɔˈvɔr.nɔst

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Dužnost tvrtke da pomaže društvu

Word

Λέξη

korporativni

Απομαγνητοφώνηση

kɔr.pɔ.rɪˈtɪʋ.ni

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Povezan s velikom tvrtkom

Word

Λέξη

korporativno upravljanje

Απομαγνητοφώνηση

kɔrporat̪iʋnɔ ˈuprʲaʎeɲe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sustav kojim se upravlja kompanijama

Word

Λέξη

kreativnost

Απομαγνητοφώνηση

kreaˈtivnost

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

sposobnost stvaranja novih i originalnih stvari

Word

Λέξη

kritika

Απομαγνητοφώνηση

ˈkritika

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Radnja izražavanja neslaganja i isticanja problema