Popis riječi za CEFR C1 - Proširite Svoj Grčki Vokabular

Slika
Riječ
Transkripcija
Dio govora
Značenje
Word

Riječ

debate

Transkripcija

deˈbat

Dio govora

Noun

Značenje

Μια επίσημη συζήτηση για ένα θέμα

Word

Riječ

franchise

Transkripcija

franˈtʃiz

Dio govora

Noun

Značenje

δικαίωμα να πωλείς προϊόντα ή υπηρεσίες μιας εταιρείας σε μια συγκεκριμένη περιοχή

Word

Riječ

manipulátion

Transkripcija

manipulaˈt͡sion

Dio govora

Noun

Značenje

Η πράξη ελέγχου ή επιρροής κάποιου ή κάτι με έξυπνο τρόπο

Word

Riječ

obsession

Transkripcija

obsɛˈsjon

Dio govora

Verb

Značenje

να σκέφτεσαι κάτι συνέχεια

Word

Riječ

obsession

Transkripcija

obsˈɛsɪon

Dio govora

Noun

Značenje

κατάσταση υπερβολικής εστίασης σε κάτι

Word

Riječ

prestigious

Transkripcija

prɛsˈtiʒəs

Dio govora

Adjective

Značenje

με υψηλή φήμη

Word

Riječ

αγανάκτηση

Transkripcija

aɣaˈnaɪktisi

Dio govora

Noun

Značenje

Ένα δυνατό συναίσθημα θυμού

Word

Riječ

αγάπη

Transkripcija

/aˈɣapi/

Dio govora

Noun

Značenje

Ένα συναίσθημα στοργής ή αγάπης

Word

Riječ

αγαπημένος

Transkripcija

aɣapiménos

Dio govora

Adjective

Značenje

πολύ αγαπητός

Word

Riječ

άγγελος

Transkripcija

ˈaɲɡelos

Dio govora

Noun

Značenje

Πνευματική οντότητα που βοηθά ή καθοδηγεί τους ανθρώπους

Word

Riječ

άγιος

Transkripcija

/ˈaʝios/

Dio govora

Noun

Značenje

Άτομο που αναγνωρίζεται για την αγιότητά του

Word

Riječ

άγκυρα

Transkripcija

ˈaɲ.ɡi.ra

Dio govora

Noun

Značenje

Ένα βαρύ αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να κρατήσει ένα πλοίο στη θέση του

Word

Riječ

άγνοια

Transkripcija

ˈaɣ.ni.a

Dio govora

Noun

Značenje

Έλλειψη γνώσης

Word

Riječ

αγορά

Transkripcija

aɣoˈɾa

Dio govora

Noun

Značenje

Ένας τόπος όπου οι άνθρωποι αγοράζουν και πωλούν αγαθά.

Word

Riječ

αγορά

Transkripcija

aɣoˈra

Dio govora

Verb

Značenje

Να αγοράσω κάτι

Word

Riječ

άγριος

Transkripcija

/ˈaɣri.os/

Dio govora

Adjective

Značenje

Πολύ δυνατός ή έντονος

Word

Riječ

αγρότης

Transkripcija

aˈɣrotis

Dio govora

Noun

Značenje

φτωχός γεωργός

Word

Riječ

αγωγές

Transkripcija

aɣoˈɣes

Dio govora

Verb

Značenje

Να κάνω νομικές ενέργειες κατά κάποιου

Word

Riječ

αγωγή

Transkripcija

aɣoˈʝi

Dio govora

Noun

Značenje

Νομική υπόθεση

Word

Riječ

αγωγός

Transkripcija

aɣoˈɣos

Dio govora

Noun

Značenje

Μια μακριά σωλήνα για τη μεταφορά πετρελαίου ή αερίου