Λίστα λέξεων για CEFR C1 - Εμπλουτίστε το Σλοβενικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
abortus
Απομαγνητοφώνηση
aˈbɔr.tus
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
prekinitev nosečnosti
Λέξη
absurden
Απομαγνητοφώνηση
abˈsuɾdɛn
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
smešen ali nerazumen
Λέξη
administrativen
Απομαγνητοφώνηση
/administraˈtivɛn/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Povezan z upravljanjem stvari
Λέξη
administrator
Απομαγνητοφώνηση
/admiˈnistrator/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Oseba, ki upravlja ali organizira stvari
Λέξη
agresija
Απομαγνητοφώνηση
/aˈɡrɛsija/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
jezna ali nasilna vedenja
Λέξη
akademija
Απομαγνητοφώνηση
akadeˈmija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
kraj za učenje
Λέξη
aktivacija
Απομαγνητοφώνηση
/ak.tiˈva.t͡si.ja/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Postopek, s katerim nekaj začne delovati
Λέξη
aktivist
Απομαγνητοφώνηση
ˈaktɪvɪst
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Oseba, ki dela za spremembe
Λέξη
akumulacija
Απομαγνητοφώνηση
akumuˈlaːt͡sija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Postopek zbiranja stvari skozi čas
Λέξη
akumulirati
Απομαγνητοφώνηση
akumuliˈraːti
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
zbirati ali nabirati skozi čas
Λέξη
akuten
Απομαγνητοφώνηση
aˈkuːtɛn
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Zelo resno ali hudo
Λέξη
alokacija
Απομαγνητοφώνηση
a.lɔˈka.t͡si.ja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Dejanje dodeljevanja ali razdeljevanja nečesa
Λέξη
aluminij
Απομαγνητοφώνηση
/aluˈminij/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
lahka, srebrna kovina
Λέξη
amater
Απομαγνητοφώνηση
/aˈmatɛr/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
oseba, ki nekaj počne iz užitka, ne kot delo
Λέξη
ambasada
Απομαγνητοφώνηση
amˈbasaːda
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zgradba, kjer delajo diplomati
Λέξη
ambasador
Απομαγνητοφώνηση
ambasaˈdɔr
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
oseba, ki predstavlja svojo državo
Λέξη
analogija
Απομαγνητοφώνηση
aˈnaːloɡija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Način, kako pokazati, kako sta dve stvari podobni
Λέξη
angažma
Απομαγνητοφώνηση
aŋɡaʒˈma
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
dogovor o srečanju ali dejavnosti
Λέξη
angel
Απομαγνητοφώνηση
ˈaŋɡel
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Duhovna bitja, ki pomaga ali vodi ljudi
Λέξη
anketa
Απομαγνητοφώνηση
/anˈkɛ.ta/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
raziskava mnenj ljudi