Λίστα λέξεων για CEFR B2 - Εμπλουτίστε το Σλοβενικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

absolutni

Απομαγνητοφώνηση

/ab.sloʊt.ni/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

popoln ali skupen

Word

Λέξη

absorbirati

Απομαγνητοφώνηση

ab.sorˈbi.ra.ti

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

vzeti ali vpiti

Word

Λέξη

abstrakten

Απομαγνητοφώνηση

abˈstɾak.tɛn

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

nejasen ali neodrejen

Word

Λέξη

afera

Απομαγνητοφώνηση

/aˈfɛːra/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osebni dogodek ali situacija

Word

Λέξη

agencija

Απομαγνητοφώνηση

aˈɡɛn.t͡si.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

organizacija, ki nudi storitev

Word

Λέξη

agresiven

Απομαγνητοφώνηση

/aˈɡrɛsiven/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

pripravljen napasti ali se soočiti

Word

Λέξη

AIDS

Απομαγνητοφώνηση

/aɪdz/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

resna bolezen, ki vpliva na imunski sistem

Word

Λέξη

aker

Απομαγνητοφώνηση

ˈaːkɛr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Enota površine

Word

Λέξη

aktiva

Απομαγνητοφώνηση

ˈaktiva

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Nekaj dragocenega, kar ima oseba ali podjetje

Word

Λέξη

aktivirati

Απομαγνητοφώνηση

/ak.tiˈvɪ.ra.ti/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Narediti, da nekaj začne delovati

Word

Λέξη

alarmirati

Απομαγνητοφώνηση

aˈlaːrmiːraɪ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

narediti, da se nekdo počuti prestrašenega ali zaskrbljenega

Word

Λέξη

ali

Απομαγνητοφώνηση

ˈali

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

uporablja se za označevanje povezave s prejšnjo izjavo

Word

Λέξη

ambiciozen

Απομαγνητοφώνηση

amˈbi.t͡si.o.zɛn

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

močna želja po uspehu

Word

Λέξη

ampak

Απομαγνητοφώνηση

ˈampak

Μέρος του λόγου

Preposition

Σημασία

uporablja se za uvajanje nasprotja

Word

Λέξη

analitik

Απομαγνητοφώνηση

aˈnaːlitik

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Oseba, ki podrobno preučuje nekaj

Word

Λέξη

angažirati

Απομαγνητοφώνηση

aŋɡaˈʒiːraːti

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

sodelovati v nečem

Word

Λέξη

animacija

Απομαγνητοφώνηση

a.niˈma.t͡si.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Način, kako oživiti slike

Word

Λέξη

apel

Απομαγνητοφώνηση

aˈpɛl

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zahteva po pomoči ali podpori

Word

Λέξη

aretacija

Απομαγνητοφώνηση

aˈreːta.t͡si.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Dejanje aretacije nekoga

Word

Λέξη

arhivirati

Απομαγνητοφώνηση

arˈxiːʋiːrati

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Organizirati dokumente