Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Σλοβενικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
absolutno
Απομαγνητοφώνηση
/ab.sloˈut.no/
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
popolnoma ali povsem
Λέξη
administracija
Απομαγνητοφώνηση
ˌadministraˈt͡sija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Postopek upravljanja ali vodenja nečesa
Λέξη
agent
Απομαγνητοφώνηση
ˈaɡɛnt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
oseba, ki deluje v imenu nekoga drugega
Λέξη
akademski
Απομαγνητοφώνηση
akademski
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
povezan z izobraževanjem ali učenjem
Λέξη
alarm
Απομαγνητοφώνηση
/aˈlarm/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
naprava, ki oddaja glasen zvok, da opozori na nevarnost
Λέξη
album
Απομαγνητοφώνηση
/ˈal.bum/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zbirka glasbe ali fotografij
Λέξη
ali
Απομαγνητοφώνηση
ˈali
Μέρος του λόγου
Pronoun
Σημασία
en ali drug od dveh
Λέξη
ali
Απομαγνητοφώνηση
ali
Μέρος του λόγου
Conjunction
Σημασία
uporablja se za uvajanje izbire
Λέξη
alkohol
Απομαγνητοφώνηση
/ˈal.kɔ.hol/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Tekočina, ki lahko ljudi opije
Λέξη
alkoholičen
Απομαγνητοφώνηση
/al.kɔ.hɔˈli.tʃɛn/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Povezan z alkoholom
Λέξη
alternativen
Απομαγνητοφώνηση
altɛrnaˈtivɛn
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
ponujajoč drugačno izbiro
Λέξη
ambicija
Απομαγνητοφώνηση
amˈbi.t͡si.ja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
močna želja doseči nekaj
Λέξη
analiza
Απομαγνητοφώνηση
aˈnaːliza
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Postopek skrbnega preučevanja nečesa
Λέξη
angažiran
Απομαγνητοφώνηση
anɡaˈʒiːran
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
zaseden ali vključen v nekaj
Λέξη
aretacija
Απομαγνητοφώνηση
aˈɾɛtaːt͡si
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Zadržati nekoga
Λέξη
asistent
Απομαγνητοφώνηση
/aˈsistɛnt/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Pomaže ali podpira nekoga
Λέξη
atmosfera
Απομαγνητοφώνηση
/atmoˈsfɛra/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
zrak okoli nas ali občutek kraja
Λέξη
atrakcija
Απομαγνητοφώνηση
atraˈktsiːja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Nekaj, kar pritegne pozornost ali zanimanje.
Λέξη
avtocesta
Απομαγνητοφώνηση
/ˈaʊ̯tsoˌt͡sɛsta/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
A main road for travel
Λέξη
avtomatski
Απομαγνητοφώνηση
/avtoˈmatski/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Deluje samostojno