Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Σλοβακικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

absolútne

Απομαγνητοφώνηση

/ab.sloˈut.ne/

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

úplne alebo totálne

Word

Λέξη

absolvovať

Απομαγνητοφώνηση

ˈabsolʋoʊvaʨ

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

dokončiť školu

Word

Λέξη

administrácia

Απομαγνητοφώνηση

ˌadminiˈstraːt͡sija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces riadenia alebo správy niečoho

Word

Λέξη

agent

Απομαγνητοφώνηση

ˈaɡɛnt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

osoba, ktorá koná v mene niekoho iného

Word

Λέξη

akademický

Απομαγνητοφώνηση

akademɪt͡sɪk

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

týkajúci sa vzdelávania alebo učenia

Word

Λέξη

ako

Απομαγνητοφώνηση

/ˈako/

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

do rovnakej miery

Word

Λέξη

akt

Απομαγνητοφώνηση

/akt/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Niečo, čo bolo urobené

Word

Λέξη

aktualizovať

Απομαγνητοφώνηση

ˈaktualizovať

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Urobiť niečo aktuálnym

Word

Λέξη

aktuálny

Απομαγνητοφώνηση

ˈaktualniː

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

deje sa teraz

Word

Λέξη

akýkoľvek

Απομαγνητοφώνηση

ˈakɪˌkɔlʲvɛk

Μέρος του λόγου

Pronoun

Σημασία

jeden alebo niektoré z niečoho

Word

Λέξη

alarm

Απομαγνητοφώνηση

/aˈlarm/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

zariadenie, ktoré vydáva hlasný zvuk, aby varovalo pred nebezpečenstvom

Word

Λέξη

album

Απομαγνητοφώνηση

/ˈal.bum/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Kniha alebo zbierka fotografií alebo hudby

Word

Λέξη

alebo

Απομαγνητοφώνηση

ˈalɛbɔ

Μέρος του λόγου

Pronoun

Σημασία

jeden alebo druhý z dvoch

Word

Λέξη

alkohol

Απομαγνητοφώνηση

/ˈal.ko.hol/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Tekutina, ktorá môže opiť ľudí

Word

Λέξη

alkoholický

Απομαγνητοφώνηση

/al.ko.hoˈlɪtʃ.kiː/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Týkajúci sa alkoholu

Word

Λέξη

alternatívny

Απομαγνητοφώνηση

/altɛrnaˈtiːvniː/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

ponúkajúci iný výber

Word

Λέξη

ambícia

Απομαγνητοφώνηση

amˈbi.t͡si.a

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

silná túžba dosiahnuť niečo

Word

Λέξη

analýza

Απομαγνητοφώνηση

aˈnaːlɪza

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces starostlivého skúmania niečoho

Word

Λέξη

angažovaný

Απομαγνητοφώνηση

anɡaˈʒovaːnɪ

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

zaneprázdnený alebo zapojený do niečoho

Word

Λέξη

ani

Απομαγνητοφώνηση

ˈani

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

používa sa na zavedenie ďalšieho negatívneho vyhlásenia