Λίστα λέξεων για CEFR C1 - Εμπλουτίστε το Ρουμανικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

a adera

Απομαγνητοφώνηση

a a.deˈra

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A se lipi de ceva

Word

Λέξη

a aduna

Απομαγνητοφώνηση

a aˈduna

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a adăuga numere

Word

Λέξη

a ajuta

Απομαγνητοφώνηση

a aʒuˈta

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a sprijini

Word

Λέξη

a alege

Απομαγνητοφώνηση

a aˈleʒe

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A alege ceva

Word

Λέξη

a articula

Απομαγνητοφώνηση

a ar.ti.kuˈla

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a vorbi clar și eficient

Word

Λέξη

a arunca

Απομαγνητοφώνηση

a aɾuˈnka

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A arunca sau a scăpa de ceva

Word

Λέξη

a arunca

Απομαγνητοφώνηση

a a.runˈka

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a arunca ceva

Word

Λέξη

a ascunde

Απομαγνητοφώνηση

a asˈkun.de

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a ascunde ceva

Word

Λέξη

a atinge

Απομαγνητοφώνηση

a aˈtiɲʤe

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a atinge ceva

Word

Λέξη

a avansa

Απομαγνητοφώνηση

a avanˈza

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A se mișca înainte sau a face progrese

Word

Λέξη

a avea încredere

Απομαγνητοφώνηση

a aˈve.a ɨnˈkɾe.de.re

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a crede că cineva este bun

Word

Λέξη

a avertiza

Απομαγνητοφώνηση

a aˈvɛrtiza

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A avertiza pe cineva despre ceva

Word

Λέξη

a binecuvânta

Απομαγνητοφώνηση

a binekuˈvɨnta

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A cere ajutor de la Dumnezeu

Word

Λέξη

abonament

Απομαγνητοφώνηση

/aboˈnamɛnt/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

un aranjament pentru a primi ceva regulat

Word

Λέξη

abonat

Απομαγνητοφώνηση

/a.boˈnat/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

o persoană care primește un serviciu regulat

Word

Λέξη

abordare

Απομαγνητοφώνηση

aboˈra.re

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

O modalitate de a face față cuiva

Word

Λέξη

abroga

Απομαγνητοφώνηση

aˈbroɡa

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a pune oficial capăt la ceva

Word

Λέξη

absent

Απομαγνητοφώνηση

abˈsent

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

nu este prezent

Word

Λέξη

absență

Απομαγνητοφώνηση

/abˈsenʦə/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

starea de a nu fi prezent

Word

Λέξη

absurd

Απομαγνητοφώνηση

abˈsurd

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

ridicol sau nerezonabil