Λίστα λέξεων για CEFR B2 - Εμπλουτίστε το Ρουμανικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
a abandona
Απομαγνητοφώνηση
a abandona
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a lăsa ceva sau pe cineva în urmă
Λέξη
a aborda
Απομαγνητοφώνηση
a aˈbord
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a încerca să rezolve o problemă
Λέξη
a accelera
Απομαγνητοφώνηση
a at͡ʃeleˈra
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A se mișca repede
Λέξη
a acorda
Απομαγνητοφώνηση
a a.korˈda
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a da sau a permite
Λέξη
a acuza
Απομαγνητοφώνηση
a aˈkuza
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A spune că cineva a făcut ceva greșit
Λέξη
a adapta
Απομαγνητοφώνηση
a aˈdapta
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A schimba ceva pentru a se potrivi unei noi situații
Λέξη
a adopta
Απομαγνητοφώνηση
a aˈdopta
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A lua un copil al altcuiva în familia ta
Λέξη
a alarma
Απομαγνητοφώνηση
a aˈlar.ma
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a face pe cineva să se simtă speriat sau îngrijorat
Λέξη
a ambala
Απομαγνητοφώνηση
a am.baˈla
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A pune ceva într-o cutie
Λέξη
a ameliora
Απομαγνητοφώνηση
a ame.liˈo.ra
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a reduce durerea sau stresul
Λέξη
a amenința
Απομαγνητοφώνηση
a ameˈnin.t͡sə
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a spune că vei face rău cuiva
Λέξη
a apăra
Απομαγνητοφώνηση
a aˈpəra
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a proteja pe cineva sau ceva de rău
Λέξη
a aprecia
Απομαγνητοφώνηση
a apɾeˈt͡ʃi.a
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A considera ceva important
Λέξη
a aprinde
Απομαγνητοφώνηση
a aˈprin.de
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a face ceva să ardă
Λέξη
a arunca
Απομαγνητοφώνηση
a aˈrun.kə
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a scăpa de ceva
Λέξη
a asculta
Απομαγνητοφώνηση
a as.kulˈta
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A urma reguli sau instrucțiuni
Λέξη
a așeza
Απομαγνητοφώνηση
a aʃeˈza
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a oferi un loc pentru a sta
Λέξη
a asigura
Απομαγνητοφώνηση
a a.si.ɡuˈra
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A face ceva sigur
Λέξη
a asigura
Απομαγνητοφώνηση
a a.siˈɡu.ra
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a spune cuiva ceva pentru a-l liniști
Λέξη
a atribui
Απομαγνητοφώνηση
a a.tɾiˈbuj
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A da cuiva o sarcină sau responsabilitate