Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Ρουμανικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

a absolvi

Απομαγνητοφώνηση

a abˈsolvi

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a termina școala

Word

Λέξη

a acorda

Απομαγνητοφώνηση

a aˈkorda

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A da un premiu sau recunoaștere

Word

Λέξη

a admite

Απομαγνητοφώνηση

a aˈdmi.te

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a accepta că ceva este adevărat

Word

Λέξη

a afirma

Απομαγνητοφώνηση

a a fiʁˈma

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a spune ceva clar

Word

Λέξη

a ajuta

Απομαγνητοφώνηση

a aʒuˈta

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A ajuta pe cineva

Word

Λέξη

a aminti

Απομαγνητοφώνηση

a aˈmin.ti

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a face pe cineva să-și amintească ceva

Word

Λέξη

a angaja

Απομαγνητοφώνηση

a anɡaˈʒe

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a face ceva

Word

Λέξη

a arăta

Απομαγνητοφώνηση

a aˈrɨta

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A arăta ceva cu degetul

Word

Λέξη

a avea grijă

Απομαγνητοφώνηση

a aˈve̯a ˈɡriʒə

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a se ocupa de ceva sau cineva

Word

Λέξη

a avea nevoie

Απομαγνητοφώνηση

a aˈvea neˈvoje

Μέρος του λόγου

Modal Verb

Σημασία

a necesita ceva

Word

Λέξη

a avertiza

Απομαγνητοφώνηση

a aˈvɛrtiza

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a spune cuiva despre pericol

Word

Λέξη

a beneficia

Απομαγνητοφώνηση

a bene.fiˈt͡ʃi.a

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a obține ceva bun

Word

Λέξη

abia

Απομαγνητοφώνηση

ˈabi.a

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

aproape deloc

Word

Λέξη

absolut

Απομαγνητοφώνηση

/ab.soˈlut/

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

complet sau total

Word

Λέξη

ac

Απομαγνητοφώνηση

aˈk

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un mic instrument subțire folosit pentru cusut

Word

Λέξη

academic

Απομαγνητοφώνηση

/akaˈdemik/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

legat de educație sau învățare

Word

Λέξη

a califica

Απομαγνητοφώνηση

a ka.li.fiˈka

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

a avea abilitățile necesare

Word

Λέξη

a campa

Απομαγνητοφώνηση

a kamˈpa

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A rămâne într-un cort sau adăpost temporar în aer liber

Word

Λέξη

a cântări

Απομαγνητοφώνηση

/a kɨnˈtɛri/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

A măsura greutatea unui obiect

Word

Λέξη

acasă

Απομαγνητοφώνηση

aˈka.sə

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

locul unde locuim