Λίστα λέξεων για CEFR A1 - Εμπλουτίστε το Ρουμανικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
a ajuta
Απομαγνητοφώνηση
a aʒuˈta
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A oferi ajutor
Λέξη
a alerga
Απομαγνητοφώνηση
a aˈlerɡa
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a se mișca repede pe jos
Λέξη
a arăta
Απομαγνητοφώνηση
a aˈrət̬a
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A prezenta sau a expune ceva.
Λέξη
a avea
Απομαγνητοφώνηση
a aˈve.a
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a poseda
Λέξη
a avea nevoie
Απομαγνητοφώνηση
a aˈve̯a neˈvoje
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A necesita ceva
Λέξη
a bea
Απομαγνητοφώνηση
a be.a
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a consuma lichid
Λέξη
abilitate
Απομαγνητοφώνηση
/a.bi.liˈta.te/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Capacitatea de a face ceva bine
Λέξη
a călări
Απομαγνητοφώνηση
a kəˈlɨri
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a călători pe ceva
Λέξη
a călători
Απομαγνητοφώνηση
a kə.ləˈto.ri
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a merge de la un loc la altul
Λέξη
a cânta
Απομαγνητοφώνηση
a kɨnˈta
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a produce sunete muzicale cu vocea
Λέξη
acasă
Απομαγνητοφώνηση
aˈka.sə
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Locul unde locuiești
Λέξη
a câștiga
Απομαγνητοφώνηση
a kɨʃˈtiɡa
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
a obține victoria
Λέξη
același
Απομαγνητοφώνηση
aˈt͡ʃe.leʃ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
nu este diferit
Λέξη
acesta
Απομαγνητοφώνηση
aˈʧesta
Μέρος του λόγου
Pronoun
Σημασία
Folosit pentru a se referi la un lucru sau un animal
Λέξη
acesta
Απομαγνητοφώνηση
aˈʧesta
Μέρος του λόγου
Pronoun
Σημασία
Folosit pentru a se referi la un lucru specific
Λέξη
acesta
Απομαγνητοφώνηση
aˈʧesta
Μέρος του λόγου
Pronoun
Σημασία
Folosit pentru a identifica o persoană sau un lucru specific aproape.
Λέξη
acolo
Απομαγνητοφώνηση
aˈkɔ.lo
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
În sau la acel loc
Λέξη
a compara
Απομαγνητοφώνηση
a komˈpa.ra
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A privi două sau mai multe lucruri pentru a vedea cum sunt asemănătoare sau diferite
Λέξη
a conduce
Απομαγνητοφώνηση
/a konˈdu.t͡ʒe/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A opera un vehicul
Λέξη
a construi
Απομαγνητοφώνηση
a konstruˈi
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
A face ceva punând părți împreună