Λίστα λέξεων για CEFR C2 - Εμπλουτίστε το Πολωνικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
adorować
Απομαγνητοφώνηση
a.dɔˈrɔ.vat͡ɕ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
głęboko kochać
Λέξη
Afryka
Απομαγνητοφώνηση
ˈafrɨka
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Kontynent
Λέξη
agregat
Απομαγνητοφώνηση
aˈɡrɛɡat
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
całość utworzona z kilku elementów
Λέξη
akcentować
Απομαγνητοφώνηση
ak.t͡sɛnˈt͡sɔ.va.t͡ʂ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
sprawić, by coś było bardziej zauważalne
Λέξη
akcesorium
Απομαγνητοφώνηση
ak.t͡sɛˈr.jum
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Dodatkowy przedmiot, który dodaje do głównej rzeczy
Λέξη
akredytacja
Απομαγνητοφώνηση
akreˈdɪtat͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Akt udzielania oficjalnej zgody
Λέξη
akredytować
Απομαγνητοφώνηση
/akreˈdɨtɔvat͡ʂ/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Oficjalnie uznać
Λέξη
aktualizacja
Απομαγνητοφώνηση
aktʊalizaˈt͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Ulepszenie
Λέξη
akustyczny
Απομαγνητοφώνηση
akuˈstɨt͡ʂnɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Związany z dźwiękiem
Λέξη
akwarium
Απομαγνητοφώνηση
aˈkvarjum
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zbiornik na żywe ryby
Λέξη
alarm
Απομαγνητοφώνηση
aˈlarm
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Ostrzeżenie lub sygnał o czymś
Λέξη
alergia
Απομαγνητοφώνηση
aˈlɛrɡja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zła reakcja na coś
Λέξη
algorytm
Απομαγνητοφώνηση
aˈɡɔrɨt͡s.m
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zbiór reguł do rozwiązania problemu
Λέξη
amator
Απομαγνητοφώνηση
aˈmator
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
nieprofesjonalny
Λέξη
analityczny
Απομαγνητοφώνηση
/anaˈlɨtɨtʃnɨ/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Związany z dokładnym badaniem
Λέξη
ananas
Απομαγνητοφώνηση
ˈananas
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Tropikalny owoc z chropowatą skórką i słodkim wnętrzem
Λέξη
anekdota
Απομαγνητοφώνηση
a.nɛkˈdɔ.ta
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Krótka, interesująca historia o prawdziwym wydarzeniu
Λέξη
Anglik
Απομαγνητοφώνηση
ˈaŋɡlik
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Mężczyzna z Anglii
Λέξη
animowany
Απομαγνητοφώνηση
aniˈmɔvanɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Pełen życia lub ekscytacji
Λέξη
anomalia
Απομαγνητοφώνηση
aˈnɔmalja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Coś niezwykłego