Λίστα λέξεων για CEFR C1 - Εμπλουτίστε το Πολωνικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
aborcja
Απομαγνητοφώνηση
aˈbɔr.t͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
zakończenie ciąży
Λέξη
absurdalny
Απομαγνητοφώνηση
abˈsurdalnɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
śmieszny lub nierozsądny
Λέξη
adaptacja
Απομαγνητοφώνηση
a.dapˈt͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zmiana dokonana w celu dostosowania się do nowej sytuacji
Λέξη
administracyjny
Απομαγνητοφώνηση
/administraˈt͡sɨj.nɨ/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Związany z zarządzaniem rzeczami
Λέξη
administrator
Απομαγνητοφώνηση
/adminiˈstrator/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która zarządza lub organizuje rzeczy
Λέξη
adopcja
Απομαγνητοφώνηση
adˈɔpt͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Czynność przyjęcia cudzego dziecka do swojej rodziny
Λέξη
adwokat
Απομαγνητοφώνηση
/adˈvɔ.kat/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która wspiera kogoś
Λέξη
agresja
Απομαγνητοφώνηση
/aˈɡrɛsja/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
złośliwe lub brutalne zachowanie
Λέξη
akademia
Απομαγνητοφώνηση
akaˈdɛmja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
miejsce nauki
Λέξη
akceptacja
Απομαγνητοφώνηση
ak.t͡sɛpˈta.t͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zgoda na przyjęcie czegoś
Λέξη
akcjonariusz
Απομαγνητοφώνηση
ak.t͡sjoˈna.ɾjuʂ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która posiada akcje w firmie.
Λέξη
akt oskarżenia
Απομαγνητοφώνηση
akt ɔskarˈʐɛɲa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Oficjalne oskarżenie o poważne przestępstwo
Λέξη
aktywacja
Απομαγνητοφώνηση
ak.tɨˈvat͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Proces uruchamiania czegoś
Λέξη
aktywista
Απομαγνητοφώνηση
akˈtɨvista
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która działa na rzecz zmian
Λέξη
akumulacja
Απομαγνητοφώνηση
akumuˈlat͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Proces gromadzenia rzeczy w czasie
Λέξη
akumulować
Απομαγνητοφώνηση
akumuˈwats
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
gromadzić lub zbierać w czasie
Λέξη
alfabetyzacja
Απομαγνητοφώνηση
al.fa.bɛ.tɨˈza.t͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Umiejętność czytania i pisania
Λέξη
alokacja
Απομαγνητοφώνηση
a.lɔˈka.t͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Akt przydzielania lub przypisywania czegoś
Λέξη
alokować
Απομαγνητοφώνηση
alɔˈkɔvat͡ɕ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
przydzielać zasoby lub obowiązki
Λέξη
aluminium
Απομαγνητοφώνηση
/aluˈmʲinʲum/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
lekki, srebrny metal