Λίστα λέξεων για CEFR B2 - Εμπλουτίστε το Πολωνικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
absolutny
Απομαγνητοφώνηση
/ab.sɔˈlut.nɨ/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
kompletny lub całkowity
Λέξη
absolwent
Απομαγνητοφώνηση
abˈsɔlvɛnt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
osoba, która ukończyła szkołę
Λέξη
absorbować
Απομαγνητοφώνηση
ap.sɔrˈbɔ.vaʨ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
przyjmować lub wchłaniać
Λέξη
abstrakcyjny
Απομαγνητοφώνηση
abstraˈkʲinɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
niejasny lub nieokreślony
Λέξη
absurdalny
Απομαγνητοφώνηση
apˈsur.dal.nɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Bardzo głupi lub nierozsądny
Λέξη
adoptować
Απομαγνητοφώνηση
adopˈtɔvat͡ɕ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Wziąć cudze dziecko do swojej rodziny
Λέξη
adwokat
Απομαγνητοφώνηση
/adˈvɔkat/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która reprezentuje innych w sprawach prawnych
Λέξη
agencja
Απομαγνητοφώνηση
aˈɡɛ̃.t͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
firma, która świadczy usługę
Λέξη
agenda
Απομαγνητοφώνηση
/aˈɡɛnda/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
lista rzeczy do zrobienia lub omówienia
Λέξη
agresywny
Απομαγνητοφώνηση
aɡrɛˈzɨvnɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
gotowy do ataku lub konfrontacji
Λέξη
AIDS
Απομαγνητοφώνηση
aɪdz
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
poważna choroba, która wpływa na układ odpornościowy
Λέξη
akcent
Απομαγνητοφώνηση
ˈak.t͡sɛnt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
sposób mówienia, który pokazuje, skąd pochodzi osoba
Λέξη
akceptowalny
Απομαγνητοφώνηση
ak.t͡sɛp.tɔˈval.nɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Wystarczająco dobry do użycia
Λέξη
akr
Απομαγνητοφώνηση
/ˈakr/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Jednostka powierzchni
Λέξη
aktualizacja
Απομαγνητοφώνηση
aktualiˈza.t͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Nowa wersja lub informacja
Λέξη
aktywa
Απομαγνητοφώνηση
akˈtɨva
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Coś cennego, co posiada osoba lub firma
Λέξη
aktywować
Απομαγνητοφώνηση
ak.tɨˈvɔ.vat͡ɕ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Sprawić, by coś zaczęło działać
Λέξη
alarmować
Απομαγνητοφώνηση
a.larˈmɔ.vat͡ɕ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
sprawić, by ktoś czuł się przestraszony lub zmartwiony
Λέξη
ale
Απομαγνητοφώνηση
ˈalɛ
Μέρος του λόγου
Preposition
Σημασία
używane do wprowadzenia kontrastu
Λέξη
ambitny
Απομαγνητοφώνηση
amˈbit.nɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
silne pragnienie osiągnięcia sukcesu