Λίστα λέξεων για CEFR A2 - Εμπλουτίστε το Πολωνικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
ach
Απομαγνητοφώνηση
ax
Μέρος του λόγου
Interjection
Σημασία
używane do wyrażania zrozumienia lub zaskoczenia
Λέξη
adwokat
Απομαγνητοφώνηση
adˈvɔkat
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która pomaga w sprawach prawnych
Λέξη
akceptuję
Απομαγνητοφώνηση
akˈt͡sɛptujɛ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Zgadzam się na wzięcie czegoś
Λέξη
aktywny
Απομαγνητοφώνηση
akˈtɨv.nɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Zawsze coś robi lub się porusza
Λέξη
alternatywa
Απομαγνητοφώνηση
/altɛrˈnatyva/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
inna opcja lub wybór
Λέξη
analizować
Απομαγνητοφώνηση
/anaˈlʲizɔvat͡ɕ/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Badać coś szczegółowo
Λέξη
ani
Απομαγνητοφώνηση
ˈani
Μέρος του λόγου
Determiner
Σημασία
ani jeden, ani drugi
Λέξη
aplikacja
Απομαγνητοφώνηση
/apliˈka.t͡sja/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Program komputerowy na urządzenie
Λέξη
aplikować
Απομαγνητοφώνηση
apliˈkɔvat͡ɕ
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Złożyć formalny wniosek o coś
Λέξη
architekt
Απομαγνητοφώνηση
/arˈxʲi.tɛkt/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
osoba, która projektuje budynki
Λέξη
architektura
Απομαγνητοφώνηση
/ar.xi.tɛkˈtu.ra/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
sztuka projektowania budynków
Λέξη
argument
Απομαγνητοφώνηση
arɡuˈmɛnt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
niezgoda lub kłótnia słowami
Λέξη
armia
Απομαγνητοφώνηση
ˈarmja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Duża grupa żołnierzy
Λέξη
asystent
Απομαγνητοφώνηση
aˈsɨstɛnt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która pomaga komuś
Λέξη
atrakcyjny
Απομαγνητοφώνηση
atʂakˈt͡ʂɨ.nɨ
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Przyjemny dla oka
Λέξη
autor
Απομαγνητοφώνηση
ˈautɔr
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
osoba, która pisze książki lub artykuły
Λέξη
aż
Απομαγνητοφώνηση
aʐ
Μέρος του λόγου
Preposition
Σημασία
Aż do momentu, w którym
Λέξη
badacz
Απομαγνητοφώνηση
ˈbadat͡ʂ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która szczegółowo bada temat
Λέξη
badania
Απομαγνητοφώνηση
baˈdaɲa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Staranna analiza w celu znalezienia nowej wiedzy
Λέξη
badanie
Απομαγνητοφώνηση
baˈdaɲe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Szczegółowe badanie lub inspekcja