Λίστα λέξεων για CEFR A1 - Εμπλουτίστε το Πολωνικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
adres
Απομαγνητοφώνηση
ˈadrɛs
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Szczegóły dotyczące miejsca, w którym ktoś mieszka lub pracuje
Λέξη
akapit
Απομαγνητοφώνηση
aˈka.pit
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Część tekstu, która dotyczy jednego tematu
Λέξη
akcja
Απομαγνητοφώνηση
ˈak.t͡sja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Coś, co jest robione lub wykonywane
Λέξη
aktor
Απομαγνητοφώνηση
/ˈaktɔr/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która gra w teatrze lub filmach
Λέξη
aktorka
Απομαγνητοφώνηση
akˈtɔr.ka
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Kobieta, która gra
Λέξη
aktywność
Απομαγνητοφώνηση
akˈtɨv.nɔɕt͡ɕ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Coś, co robi się dla przyjemności lub pracy
Λέξη
ale
Απομαγνητοφώνηση
ˈalɛ
Μέρος του λόγου
Conjunction
Σημασία
Używane do wprowadzenia kontrastu lub wyjątku.
Λέξη
aparat fotograficzny
Απομαγνητοφώνηση
aˈpaʁat fɔtɔˈɡrafit͡ʂnɨ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Urządzenie do robienia zdjęć lub nagrywania filmów
Λέξη
artykuł
Απομαγνητοφώνηση
ˈartɨkuw
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Część tekstu w gazecie lub czasopiśmie
Λέξη
artysta
Απομαγνητοφώνηση
arˈtɨsta
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba, która tworzy sztukę
Λέξη
autobus
Απομαγνητοφώνηση
/ˈautobus/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
duży pojazd dla wielu ludzi
Λέξη
aż
Απομαγνητοφώνηση
aʐ
Μέρος του λόγου
Conjunction
Σημασία
Aż do momentu, gdy
Λέξη
babcia
Απομαγνητοφώνηση
ˈbab.t͡ɕa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
matka twojego rodzica
Λέξη
banan
Απομαγνητοφώνηση
baˈnan
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Długi, żółty owoc
Λέξη
bar
Απομαγνητοφώνηση
bar
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Miejsce, w którym serwowane są napoje
Λέξη
bardzo
Απομαγνητοφώνηση
ˈbard͡zo
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
w wysokim stopniu
Λέξη
baseball
Απομαγνητοφώνηση
ˈbeɪsˌbɔl
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
sport, w który gra się kijem i piłką
Λέξη
basen
Απομαγνητοφώνηση
ˈbɑ.sɛn
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
mały obszar spokojnej wody
Λέξη
będę
Απομαγνητοφώνηση
ˈbɛndɛ
Μέρος του λόγου
Modal Verb
Σημασία
używane do wskazywania przyszłej akcji
Λέξη
bez
Απομαγνητοφώνηση
bɛz
Μέρος του λόγου
Preposition
Σημασία
nie mieć