Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Ολλανδικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
aanbeveling
Απομαγνητοφώνηση
ˈɑːnbeːvɛlɪŋ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Suggestie dat iets goed is
Λέξη
aanbod
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌboːt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Een voorstel om iets te geven of te doen
Λέξη
aangekleed
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːn.ɡə.kleːt
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Draagt kleding
Λέξη
aangenaam
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːn.ɡə.naːm
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Geeft een gevoel van blije tevredenheid
Λέξη
aangeven
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌɡeːvən
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Iets tonen
Λέξη
aankomst
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːn.kɔmst
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
De handeling van aankomen op een plaats
Λέξη
aankondigen
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌkɔndɪɡən
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Iets officieel aan mensen vertellen
Λέξη
aankondiging
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌkɔndɪɡɪŋ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Een publieke of formele verklaring
Λέξη
aankondiging
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌkɔndɪɡɪŋ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Een schriftelijke of gedrukte aankondiging
Λέξη
aanmoedigen
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌmudɪɡən
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Iemand steun of vertrouwen geven
Λέξη
aanraking
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌraː.kɪŋ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
De handeling van je hand op iets leggen
Λέξη
aantal
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːn.tɑːl
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
het totale aantal dingen of mensen
Λέξη
aantrekken
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌtrɛkən
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
iemand geïnteresseerd maken in iets
Λέξη
aanval
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːn.vɑl
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Een poging om iemand of iets te kwetsen
Λέξη
aanvraag
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌvraːx
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Een formeel verzoek om iets
Λέξη
aanwezig
Απομαγνητοφώνηση
aːnˈweːzɪx
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
In een bepaalde plaats zijn
Λέξη
aanwijzing
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːnˌʋɛi̯zɪŋ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Een stuk informatie dat helpt bij het oplossen van een probleem of mysterie
Λέξη
aardbeving
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːrdˌbeːvɪŋ
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Plotseling schudden van de grond
Λέξη
absoluut
Απομαγνητοφώνηση
ˌɑb.sɔˈlyt
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
volledig of totaal
Λέξη
academisch
Απομαγνητοφώνηση
/aˈkɑ.dɛ.mɪs/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
gerelateerd aan onderwijs of leren