Λίστα λέξεων για CEFR Medical-and-healthcare - Εμπλουτίστε το Λετονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

3D drukāšana medicīnā

Απομαγνητοφώνηση

triː diː ˈdrukāšana mɛdɪˈt͡siːnā

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

3D printeru izmantošana medicīnas instrumentu vai ķermeņa daļu izgatavošanai

Word

Λέξη

āda

Απομαγνητοφώνηση

aːda

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Cilvēka vai dzīvnieka ķermeņa ārējā kārta

Word

Λέξη

aizkuņģa dziedzeris

Απομαγνητοφώνηση

ˈaiz.kʊɲ.ɡa ˈdzi.e.dze.ris

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Orgāns, kas palīdz gremošanā un cukura līmenī asinīs

Word

Λέξη

aknas

Απομαγνητοφώνηση

ˈaknas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Orgāns ķermenī, kas apstrādā asinis

Word

Λέξη

Alcheimera slimība

Απομαγνητοφώνηση

ˈalʧeimɛra ˈslimība

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Slimība, kas ietekmē atmiņu un domāšanu

Word

Λέξη

alerģiskas reakcijas

Απομαγνητοφώνηση

aˈlɛrɡiʃkəs ˈrɛakt͡sijas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Imūnsistēmas atbildes uz lietām, kas parasti nerada problēmas

Word

Λέξη

alkohola mērenība

Απομαγνητοφώνηση

ˈalko.ho.la ˈmɛː.ɾe.ni.ba

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Alkohola patēriņa ierobežošana

Word

Λέξη

ambulatorija

Απομαγνητοφώνηση

ˈambulatorija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vieta, kur pacienti saņem aprūpi bez nakšņošanas.

Word

Λέξη

anēmija

Απομαγνητοφώνηση

aˈneː.mi.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stāvoklis, kad nav pietiekami sarkano asins šūnu

Word

Λέξη

anestēzijas

Απομαγνητοφώνηση

anɛsˈteːzɪjɐs

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zāles, kas aptur sāpes

Word

Λέξη

anestezioloģija

Απομαγνητοφώνηση

anɛsteziˈoloɡija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Pētījums par to, kā pacienti nejūt sāpes operācijas laikā

Word

Λέξη

anestēziologs

Απομαγνητοφώνηση

anɛsteˈzi.oɡs

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Ārsts, kurš dod anestēziju pacientiem pirms operācijas

Word

Λέξη

angiogrāfija

Απομαγνητοφώνηση

aɲɡiˈoɡrā.fija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Rentgena attēls asinsvadiem

Word

Λέξη

antacīdi

Απομαγνητοφώνηση

anˈtatsidi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zāles, kas palīdz samazināt kuņģa skābi

Word

Λέξη

antibiotikas

Απομαγνητοφώνηση

ˌantibiˈotikas

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zāles, kas cīnās ar baktērijām

Word

Λέξη

antidepresanti

Απομαγνητοφώνηση

ˌantiˈdɛpɾɛsanti

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zāles, kas palīdz uzlabot garastāvokli un samazināt skumju sajūtu

Word

Λέξη

antihipertensīvie

Απομαγνητοφώνηση

ˌantiˌhipərˈtɛnsɪvie

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zāles, kas pazemina augstu asinsspiedienu

Word

Λέξη

antihistamīni

Απομαγνητοφώνηση

ˌantiˈhistamiːni

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zāles, kas palīdz mazināt alerģijas simptomus

Word

Λέξη

antikoagulanti

Απομαγνητοφώνηση

ˌæntiˈkoʊəɡʊˌlænd

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zāles, kas novērš asins recēšanu

Word

Λέξη

antivīrusi

Απομαγνητοφώνηση

ˈantivīrusi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zāles, kas cīnās ar vīrusiem