Λίστα λέξεων για CEFR A2 - Εμπλουτίστε το Λετονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

vienkāršs

Απομαγνητοφώνηση

ˈvienkārʃs

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Viegls saprast vai izpildīt

Word

Λέξη

viens

Απομαγνητοφώνηση

vjens

Μέρος του λόγου

Pronoun

Σημασία

viena persona vai lieta

Word

Λέξη

viens

Απομαγνητοφώνηση

viɛns

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Tikai viens

Word

Λέξη

viens

Απομαγνητοφώνηση

viens

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Bez citiem cilvēkiem

Word

Λέξη

viesis

Απομαγνητοφώνηση

/ˈvjeːsis/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

persona, kas ir aicināta apmeklēt vai palikt

Word

Λέξη

vieta

Απομαγνητοφώνηση

/vieta/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Atrašanās vieta

Word

Λέξη

vietā

Απομαγνητοφώνηση

vʲeːtā

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

kaut kā cita vietā

Word

Λέξη

vilkt

Απομαγνητοφώνηση

vilkt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Pārvietot kaut ko uz sevi

Word

Λέξη

vilnis

Απομαγνητοφώνηση

ˈvil.nis

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

rokas kustība, lai teiktu sveiki vai uz redzēšanos

Word

Λέξη

viņa

Απομαγνητοφώνηση

ˈviɲa

Μέρος του λόγου

Pronoun

Σημασία

Pieder vīrietim

Word

Λέξη

viņas

Απομαγνητοφώνηση

viɲas

Μέρος του λόγου

Pronoun

Σημασία

Pieder viņai

Word

Λέξη

viņas

Απομαγνητοφώνηση

viɲɪʃ

Μέρος του λόγου

Determiner

Σημασία

Pieder sievietei

Word

Λέξη

vingrot

Απομαγνητοφώνηση

ˈviŋɡrot

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Veikt fiziskas aktivitātes veselības labad

Word

Λέξη

violets

Απομαγνητοφώνηση

/ˈvɪ.o.lɛts/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Krāsa, kas ir sarkanas un zilas maisījums

Word

Λέξη

vīrišķīgs

Απομαγνητοφώνηση

/ˈviːriʃkiɡs/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Saistīts ar vīriešiem vai zēniem

Word

Λέξη

virs

Απομαγνητοφώνηση

virs

Μέρος του λόγου

Preposition

Σημασία

Virs vai augstāk par kaut ko

Word

Λέξη

virs

Απομαγνητοφώνηση

/virs/

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

augstākā vietā

Word

Λέξη

virsnieks

Απομαγνητοφώνηση

/ˈvirsnieks/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Persona ar autoritāti

Word

Λέξη

virsotne

Απομαγνητοφώνηση

ˈvirsotne

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

kaut kā augstāko daļu

Word

Λέξη

vīruss

Απομαγνητοφώνηση

ˈviːrʊs

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mazs organisms, kas var izraisīt slimību