Λίστα λέξεων για CEFR A2 - Εμπλουτίστε το Λετονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

atpūta

Απομαγνητοφώνηση

ˈat.pu.tā

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Pārtraukt strādāt un atpūsties

Word

Λέξη

atrisināt

Απομαγνητοφώνηση

aˈtrisināt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Atrast atbildi uz problēmu

Word

Λέξη

ātrs

Απομαγνητοφώνηση

aːtrs

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Ātri

Word

Λέξη

ātrums

Απομαγνητοφώνηση

ˈaːtrums

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Cik ātri kaut kas pārvietojas

Word

Λέξη

atsaukt

Απομαγνητοφώνηση

ˈatsaukt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Atsaukt vai runāt par kādu vai kaut ko

Word

Λέξη

atsevišķs

Απομαγνητοφώνηση

at.se.vīʃs

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

nav savienots

Word

Λέξη

atslēga

Απομαγνητοφώνηση

ˈatslʲeːɡa

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

liela nozīme

Word

Λέξη

atstarpe

Απομαγνητοφώνηση

ˈatstarpe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Telpa vai atvere starp divām lietām

Word

Λέξη

attālums

Απομαγνητοφώνηση

ˈat.tā.lums

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

telpa starp diviem punktiem

Word

Λέξη

atteikt

Απομαγνητοφώνηση

ˈat.teikt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Teikt nē kaut kam

Word

Λέξη

attēls

Απομαγνητοφώνηση

ˈatːeːls

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Attēls vai attēlojums kaut kam

Word

Λέξη

attiecības

Απομαγνητοφώνηση

/aˈtʲeːt͡siː.bɪs/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Veids, kā cilvēki ir saistīti

Word

Λέξη

attīstīt

Απομαγνητοφώνηση

atˈtiːstīt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

aug un kļūt labākam

Word

Λέξη

atvērts

Απομαγνητοφώνηση

ˈatvʲeːrts

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Nav aizvērts vai bloķēts

Word

Λέξη

atzīmēt

Απομαγνητοφώνηση

at͡siːˈmɛːt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Izveidot redzamu zīmi uz kaut kā

Word

Λέξη

atzīt

Απομαγνητοφώνηση

at͡zīːt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Zināt kādu vai kaut ko, ko esmu redzējis iepriekš

Word

Λέξη

auditorija

Απομαγνητοφώνηση

aʊ.dɪˈtɔ.rɪ.ja

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Grupa cilvēku, kas skatās vai klausās kaut ko

Word

Λέξη

augšējais

Απομαγνητοφώνηση

ˈauɡʃeːjaɪs

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Atrodas augstākajā stāvā

Word

Λέξη

augstu

Απομαγνητοφώνηση

ˈauɡstu

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

Lielā augstumā

Word

Λέξη

augstums

Απομαγνητοφώνηση

ˈauɡstums

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mērs, cik augsts ir kaut kas