Λίστα λέξεων για CEFR A2 - Εμπλουτίστε το Λετονικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
arhitekts
Απομαγνητοφώνηση
arˈhɪtɛkts
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
cilvēks, kurš projektē ēkas
Λέξη
arhitektūra
Απομαγνητοφώνηση
ar.hi.tɛkˈtuː.ra
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
ēku projektēšanas māksla
Λέξη
armija
Απομαγνητοφώνηση
ˈarmija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Liela karavīru grupa
Λέξη
ārpus valsts
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːr.pus ˈvalsts
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
Uz svešu valsti, pāri jūrai
Λέξη
ārzemju
Απομαγνητοφώνηση
ˈaːrzɛmju
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
no citas valsts
Λέξη
asins
Απομαγνητοφώνηση
/aˈsiːns/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
sarkanais šķidrums ķermenī
Λέξη
atbalstīt
Απομαγνητοφώνηση
atˈbals.tīt
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Palīdzēt vai noturēt kaut ko vai kādu
Λέξη
atbilde
Απομαγνητοφώνηση
ˈat.bil.de
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Atbilde vai reakcija
Λέξη
atbilde
Απομαγνητοφώνηση
ˈatbilde
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Atbilde uz jautājumu
Λέξη
atbildēt
Απομαγνητοφώνηση
ˈatbɪldɛt
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Atbildēt uz jautājumu vai ziņu
Λέξη
atbildēt
Απομαγνητοφώνηση
atˈbildeːt
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Teikt vai darīt kaut ko kā reakciju uz kaut ko
Λέξη
atgriešanās
Απομαγνητοφώνηση
atɡriːeʃanɑs
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
akt atgriezties
Λέξη
atkarot
Απομαγνητοφώνηση
ˈatkɐrɔt
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Nepieciešams kāds vai kaut kas
Λέξη
atklājums
Απομαγνητοφώνηση
atˈklā.jums
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Jauna atklāšana
Λέξη
atklāt
Απομαγνητοφώνηση
ɐtklɑːt
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Atrast kaut ko jaunu
Λέξη
atkritumi
Απομαγνητοφώνηση
/ˈatkritumi/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Waste or trash
Λέξη
atkritumi
Απομαγνητοφώνηση
ˈatkritumi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Atkritumi
Λέξη
atļauja
Απομαγνητοφώνηση
atˈļauja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Darbība, kas ļauj kādam kaut ko darīt
Λέξη
atļaut
Απομαγνητοφώνηση
atʲˈʎaut
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Atļaut kādam kaut ko darīt
Λέξη
atmiņa
Απομαγνητοφώνηση
ˈatmiɲa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Spēja atcerēties