Λίστα λέξεων για CEFR A2 - Εμπλουτίστε το Λετονικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

abi

Απομαγνητοφώνηση

/ˈabi/

Μέρος του λόγου

Pronoun

Σημασία

attiecās uz divām personām vai lietām kopā

Word

Λέξη

āda

Απομαγνητοφώνηση

aːda

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Cilvēka vai dzīvnieka ķermeņa ārējā kārta

Word

Λέξη

advokāts

Απομαγνητοφώνηση

ˈadvokāts

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Persona, kas palīdz ar juridiskām lietām

Word

Λέξη

agri

Απομαγνητοφώνηση

ˈaɡri

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Notiek pirms parastā laika

Word

Λέξη

ah

Απομαγνητοφώνηση

a

Μέρος του λόγου

Interjection

Σημασία

tiek izmantots, lai izteiktu izpratni vai pārsteigumu

Word

Λέξη

aicinājums

Απομαγνητοφώνηση

ˈait͡siːnājums

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Lūgums ierasties pasākumā

Word

Λέξη

aicināt

Απομαγνητοφώνηση

ˈait͡sinaːt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Lūgt kādu nākt

Word

Λέξη

aina

Απομαγνητοφώνηση

/ˈaina/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Daļa no lugas vai filmas

Word

Λέξη

aizdot

Απομαγνητοφώνηση

/aizˈdot/

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

dot kaut ko kādam uz īsu laiku

Word

Λέξη

aizmugurē

Απομαγνητοφώνηση

ˈaizmugurē

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

kaut kas aizmugurē

Word

Λέξη

aizmugurējais

Απομαγνητοφώνηση

/aizmuɡuˈreːjais/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

aizmugurējā daļā

Word

Λέξη

aizņemt

Απομαγνητοφώνηση

aizˈɲemt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

ņemt kaut ko un vēlāk atdot

Word

Λέξη

aizsargāt

Απομαγνητοφώνηση

aɪ̯zˈsɑːrɡaːt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Saglabāt kādu vai kaut ko drošībā no kaitējuma

Word

Λέξη

aizslēgt

Απομαγνητοφώνηση

ˈaizslēgt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Nodrošināt kaut ko ar atslēgu

Word

Λέξη

aizvietot

Απομαγνητοφώνηση

aizvjeːt

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

Aizņemt kāda vietu

Word

Λέξη

akmens

Απομαγνητοφώνηση

/ˈakmeņs/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mazs akmens gabals

Word

Λέξη

aktīvs

Απομαγνητοφώνηση

ˈaktīvs

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Vienmēr kaut ko dara vai pārvietojas

Word

Λέξη

alga

Απομαγνητοφώνηση

ˈalɡa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Nauda, ko maksā regulāri par darbu

Word

Λέξη

alga

Απομαγνητοφώνηση

alɡa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

nauda, ko maksā par darbu

Word

Λέξη

alternatīva

Απομαγνητοφώνηση

altɛrˈnatiːva

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

cita izvēle vai iespēja