Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Ιταλικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
canale
Απομαγνητοφώνηση
kaˈna.le
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Un percorso per comunicare o trasportare
Λέξη
candidato
Απομαγνητοφώνηση
kan.diˈda.to
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
una persona che cerca lavoro
Λέξη
capitano
Απομαγνητοφώνηση
ka.piˈta.no
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
La persona che comanda una nave o una squadra
Λέξη
capitolo
Απομαγνητοφώνηση
kaˈpitolo
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Una sezione di un libro
Λέξη
cappello
Απομαγνητοφώνηση
/kaˈpɛllo/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
un cappello morbido e piatto senza visiera
Λέξη
caramella
Απομαγνητοφώνηση
/karamˈɛlla/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
un piccolo pezzo di caramella
Λέξη
carbone
Απομαγνητοφώνηση
/karˈbo.ne/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Una roccia nera o marrone scuro usata come combustibile
Λέξη
carburante
Απομαγνητοφώνηση
/karbuˈrante/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Sostanza che viene bruciata per fornire energia
Λέξη
casa
Απομαγνητοφώνηση
ˈkaːza
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
luogo dove si vive
Λέξη
categoria
Απομαγνητοφώνηση
ka.teˈɡo.ri.a
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
gruppo di cose simili
Λέξη
catena
Απομαγνητοφώνηση
/kaˈteːna/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Una serie di anelli o maglie connesse
Λέξη
causare
Απομαγνητοφώνηση
/kauˈzaːre/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Far succedere qualcosa
Λέξη
cavo
Απομαγνητοφώνηση
ˈka.vo
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Un filo spesso usato per trasportare elettricità o segnali
Λέξη
celebrazione
Απομαγνητοφώνηση
tʃele.braˈtsjo.ne
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
un evento o festa speciale
Λέξη
centrale
Απομαγνητοφώνηση
/tʃenˈtrale/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Nel mezzo o parte principale
Λέξη
centrare
Απομαγνητοφώνηση
/tʃenˈtraːre/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
mettere qualcosa al centro
Λέξη
centro
Απομαγνητοφώνηση
ˈtʃɛn.tro
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
Nella parte principale di una città
Λέξη
centro
Απομαγνητοφώνηση
ˈtʃɛntro
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
il punto o la parte centrale
Λέξη
cerimonia
Απομαγνητοφώνηση
t͡ʃe.riˈmo.nja
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
un evento formale per un'occasione speciale
Λέξη
chiacchierata
Απομαγνητοφώνηση
kjakkjeˈrata
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
una conversazione informale