Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Ιταλικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

uno

Απομαγνητοφώνηση

ˈuno

Μέρος του λόγου

Determiner

Σημασία

usato per riferirsi a una sola persona o cosa

Word

Λέξη

uomo

Απομαγνητοφώνηση

ˈwɔ.mo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

A man

Word

Λέξη

uragano

Απομαγνητοφώνηση

uˈraɡano

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Una tempesta violenta con venti molto forti

Word

Λέξη

usanza

Απομαγνητοφώνηση

uˈzanza

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

modo tradizionale di fare qualcosa

Word

Λέξη

usato

Απομαγνητοφώνηση

uˈzato

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

non nuovo; di proprietà di qualcun altro

Word

Λέξη

uscita

Απομαγνητοφώνηση

uˈʃiː.ta

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

modo per uscire

Word

Λέξη

valido

Απομαγνητοφώνηση

ˈvalido

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

che ha valore

Word

Λέξη

valore

Απομαγνητοφώνηση

vaˈloːre

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Quanto vale qualcosa

Word

Λέξη

valuta

Απομαγνητοφώνηση

/vaˈluta/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

il sistema di denaro usato in un paese

Word

Λέξη

vario

Απομαγνητοφώνηση

ˈva.ri.o

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

diverso

Word

Λέξη

vela

Απομαγνητοφώνηση

ˈvɛla

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un pezzo di stoffa usato per catturare il vento su una barca

Word

Λέξη

veleno

Απομαγνητοφώνηση

veˈle.no

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sostanza pericolosa

Word

Λέξη

verità

Απομαγνητοφώνηση

veɾiˈta

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

i fatti reali su qualcosa

Word

Λέξη

versare

Απομαγνητοφώνηση

verˈzaːre

Μέρος του λόγου

Verb

Σημασία

far fluire un liquido

Word

Λέξη

versione

Απομαγνητοφώνηση

/verˈzjo.ne/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Una forma o variante specifica di qualcosa

Word

Λέξη

vestito

Απομαγνητοφώνηση

/veˈsti.to/

Μέρος του λόγου

Adjective

Σημασία

Indossando vestiti

Word

Λέξη

viaggio

Απομαγνητοφώνηση

ˈvjaddʒo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Un viaggio da un luogo a un altro

Word

Λέξη

vicino

Απομαγνητοφώνηση

viˈtʃi.no

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

nelle vicinanze

Word

Λέξη

vicino

Απομαγνητοφώνηση

viˈtʃiːno

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

accanto a qualcosa

Word

Λέξη

vicino

Απομαγνητοφώνηση

viˈtʃiːno

Μέρος του λόγου

Adverb

Σημασία

Vicino a qualcosa