Λίστα λέξεων για CEFR B1 - Εμπλουτίστε το Ιταλικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
ammirare
Απομαγνητοφώνηση
/ammiˈraːre/
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Guardare qualcuno o qualcosa con rispetto
Λέξη
analisi
Απομαγνητοφώνηση
aˈnaːlizi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Il processo di studio attento di qualcosa
Λέξη
anche se
Απομαγνητοφώνηση
ˈaŋke se
Μέρος του λόγου
Adverb
Σημασία
Nonostante il fatto
Λέξη
andare
Απομαγνητοφώνηση
anˈdaːre
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
andare in una direzione
Λέξη
andare in bicicletta
Απομαγνητοφώνηση
anˈda.re in bi.tʃiˈkle.tta
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
andare in bicicletta
Λέξη
andare in pensione
Απομαγνητοφώνηση
anˈdaːre in penˈsjoːne
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Smettere di lavorare per età
Λέξη
annaffiare
Απομαγνητοφώνηση
an.naˈfjare
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
versare acqua sulle piante
Λέξη
annunciare
Απομαγνητοφώνηση
anˈnun.tʃa.re
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Dire ufficialmente qualcosa
Λέξη
annuncio
Απομαγνητοφώνηση
anˈnuntʃo
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Dichiarazione pubblica o formale
Λέξη
annuncio
Απομαγνητοφώνηση
anˈnuntʃo
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Breve pubblicità
Λέξη
antiquato
Απομαγνητοφώνηση
/antiˈkwato/
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
non moderno; dal passato
Λέξη
ape
Απομαγνητοφώνηση
ˈape
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
insetto volante che produce miele
Λέξη
appendere
Απομαγνητοφώνηση
apˈpɛndere
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
sospendere qualcosa
Λέξη
apprezzare
Απομαγνητοφώνηση
appretˈtsaːre
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
riconoscere il valore di qualcosa
Λέξη
appropriato
Απομαγνητοφώνηση
apˈproːpɾiato
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
corretto o adatto
Λέξη
appuntamento
Απομαγνητοφώνηση
appun.taˈmento
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Un incontro o accordo programmato
Λέξη
argento
Απομαγνητοφώνηση
arˈdʒɛnto
Μέρος του λόγου
Adjective
Σημασία
Ha un colore grigio-bianco lucido
Λέξη
arma
Απομαγνητοφώνηση
/ˈarma/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
oggetto usato per ferire o difendere
Λέξη
armadio
Απομαγνητοφώνηση
/arˈma.djo/
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Mobile con porte per la conservazione
Λέξη
arresto
Απομαγνητοφώνηση
arˈrɛsto
Μέρος του λόγου
Verb
Σημασία
Prendere qualcuno in custodia