Λίστα λέξεων για CEFR Science-and-research - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

difrakcija

Απομαγνητοφώνηση

dɪˈfraktsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Savijanje valova

Word

Λέξη

dijagnoza

Απομαγνητοφώνηση

dijɡaˈnɔza

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Utvrđivanje bolesti ili problema

Word

Λέξη

dijeljenje podataka

Απομαγνητοφώνηση

dijelʲeˈɲe pɔˈdatakɑ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Praksa dijeljenja podataka s drugima

Word

Λέξη

dizajn proizvoda

Απομαγνητοφώνηση

dizajn proizvoda

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces stvaranja novog proizvoda

Word

Λέξη

DNK

Απομαγνητοφώνηση

deˈɛnˈka

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Materijal koji nosi genetske informacije u živim bićima

Word

Λέξη

donacije

Απομαγνητοφώνηση

dɔˈnaːt͡sije

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Novac koji daje organizacija za određenu svrhu

Word

Λέξη

društvene norme

Απομαγνητοφώνηση

ˈdruʃtvene ˈnorme

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Pravila o tome kako se ljudi trebaju ponašati u grupi

Word

Λέξη

ekologija

Απομαγνητοφώνηση

ekoloˈɡija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Studij o tome kako živa bića djeluju s okolinom

Word

Λέξη

ekološka znanost

Απομαγνητοφώνηση

ekoloʃka ˈżnanost

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proučavanje okoliša i kako ga zaštititi

Word

Λέξη

ekonomija

Απομαγνητοφώνηση

ekonɔˈmija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proučavanje novca i resursa

Word

Λέξη

ekosustav

Απομαγνητοφώνηση

ekosustav

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Zajednica živih bića i njihovo okruženje

Word

Λέξη

eksperiment

Απομαγνητοφώνηση

ɛkspiˈrɪmɛnt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

test za učenje nečeg novog

Word

Λέξη

eksperimentalna grupa

Απομαγνητοφώνηση

ɛkspɛrɪˈmɛntalna ˈɡrupa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Grupa u istraživanju koja prima testirani tretman

Word

Λέξη

eksperimentalni dizajn

Απομαγνητοφώνηση

ɛkspeɾiˈmɛntalni dɪˈzaɪn

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Plan za provođenje eksperimenta

Word

Λέξη

ekzoplanet

Απομαγνητοφώνηση

ɛkzoplanɛt

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Planeta izvan našeg Sunčevog sustava

Word

Λέξη

električno polje

Απομαγνητοφώνηση

ɛlɛkˈtriʧnɔ ˈpɔʎɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Područje oko naelektrizirane čestice koje može djelovati na druge naboje

Word

Λέξη

elektroforeza

Απομαγνητοφώνηση

ɛlɛk.tro.fɔˈrɛ.za

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Metoda za razdvajanje čestica u tekućini pomoću električne energije.

Word

Λέξη

elektrokemija

Απομαγνητοφώνηση

ɛlɛktroˈkɛmija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proučavanje kako električnost i kemikalije djeluju

Word

Λέξη

elektromagnetizam

Απομαγνητοφώνηση

ɛlɛktromagnetiˈzam

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proučavanje električnih i magnetskih polja

Word

Λέξη

elektrotehnika

Απομαγνητοφώνηση

elektroˈtehnika

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Grana inženjerstva koja se bavi električnom energijom i elektronikom