Λίστα λέξεων για CEFR Legal-and-law - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
adjudikacija
Απομαγνητοφώνηση
adʒuˈdikaʦija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Pravni proces rješavanja spora ili odlučivanja o slučaju
Λέξη
afidavit
Απομαγνητοφώνηση
ˈafidavit
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Pisana izjava dana pod zakletvom
Λέξη
agent za nekretnine
Απομαγνητοφώνηση
ˈaɡɛnt za nɛˈkrɛtnine
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba koja pomaže prodati ili kupiti nekretninu
Λέξη
akt
Απομαγνητοφώνηση
akt
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Pravni dokument koji pokazuje vlasništvo nad imovinom.
Λέξη
alibi
Απομαγνητοφώνηση
ˈa.li.bi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Razlog koji pokazuje da netko nije bio na mjestu zločina
Λέξη
alimentacija
Απομαγνητοφώνηση
alimentaˈt͡sija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Novac koji jedan suprug plaća drugom nakon razvoda
Λέξη
alimentacija
Απομαγνητοφώνηση
alimentaˈt͡sija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Novac koji roditelj daje za svoje dijete
Λέξη
ambasada
Απομαγνητοφώνηση
ambǎsada
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zgrada u kojoj rade diplomati
Λέξη
apel
Απομαγνητοφώνηση
aˈpɛl
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Zahtev za pomoć ili podršku
Λέξη
apelacijski sud
Απομαγνητοφώνηση
apelatsijski sud
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Sud koji pregledava odluke nižih sudova
Λέξη
apelant
Απομαγνητοφώνηση
aˈpelant
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba koja se žali na odluku suda
Λέξη
arbitra
Απομαγνητοφώνηση
ˈarbitra
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Osoba koja rješava spor izvan suda
Λέξη
arbitraža
Απομαγνητοφώνηση
ar.biˈtra.ʒa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Način za rješavanje spora izvan suda
Λέξη
autorizacija
Απομαγνητοφώνηση
autoriˈzatsija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Dozvola za nešto
Λέξη
autorska prava
Απομαγνητοφώνηση
ˈautorska ˈprava
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Pravna prava koja štite kreativna djela
Λέξη
autorski honorar
Απομαγνητοφώνηση
ˈa.u.tor.ski ˈhɔ.nɔ.rar
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Plaćanja autorima ili stvaraocima za njihov rad
Λέξη
autorsko pravo
Απομαγνητοφώνηση
ˈautorsko ˈpravo
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Pravo na kontrolu korištenja kreativnog djela
Λέξη
azil
Απομαγνητοφώνηση
aˈzil
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
zaštita za nekoga tko je napustio svoju zemlju
Λέξη
bračna podrška
Απομαγνητοφώνηση
ˈbraːtʃna ˈpɔd̪ɾʃka
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Novac koji jedan suprug plaća drugom nakon razvoda.
Λέξη
brak
Απομαγνητοφώνηση
brak
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Pravna veza između dvoje ljudi