Λίστα λέξεων για CEFR It-and-software-development - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

UAT (Testiranje prihvaćanja korisnika)

Απομαγνητοφώνηση

uː eɪ tiː

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Testiranje od strane korisnika da se provjeri radi li softver dobro

Word

Λέξη

učenje s pojačanjem

Απομαγνητοφώνηση

ˈut͡ʃeːɲe s pɔjɐˈt͡ʃaɲem

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Način na koji računala uče kroz nagrade

Word

Λέξη

UI/UX dizajner

Απομαγνητοφώνηση

uː aɪ juː ɛks diˈzaɪnɛr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja dizajnira korisničke sučelje i iskustva

Word

Λέξη

upravljanje memorijom

Απομαγνητοφώνηση

uprʲaʋlʲeɲe mɛˈmɔrɪjɔm

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces kontrole korištenja memorije računala

Word

Λέξη

upravljanje nitima

Απομαγνητοφώνηση

uˈprʲaʎeːɲe ˈn̩itima

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak upravljanja više niti u programu

Word

Λέξη

upravljanje procesima

Απομαγνητοφώνηση

uˈprʲaʎeɲe prɔˈt͡sɛsima

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Akt nadzora i kontrole poslovnih procesa

Word

Λέξη

UX dizajn

Απομαγνητοφώνηση

juː ɛks dɪˈzaɪn

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces poboljšanja korisničkog iskustva u proizvodima

Word

Λέξη

vatrozid

Απομαγνητοφώνηση

ʋaˈtroːzid

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sustav koji štiti računalnu mrežu

Word

Λέξη

virtualizacija

Απομαγνητοφώνηση

ʋirtʃuˈalizacija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Stvaranje virtualne verzije nečega

Word

Λέξη

virtualna stvarnost (VR)

Απομαγνητοφώνηση

ˈʋirtu̞alna ˈstvarnost

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Računalno generirano okruženje koje izgleda stvarno

Word

Λέξη

virtualne mašine

Απομαγνητοφώνηση

ˈʋirtuːalne maˈʃine

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Softver koji radi kao računalo unutar drugog računala

Word

Λέξη

višefaktorska autentifikacija

Απομαγνητοφώνηση

ˈviʃefaktorska aʊ̯tɛntifikatsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sigurnosna metoda koja zahtijeva više od jedne provjere za prijavu

Word

Λέξη

visoka dostupnost

Απομαγνητοφώνηση

ˈʋisoka dosˈtupnost

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sustav koji dobro radi cijelo vrijeme

Word

Λέξη

vizualizacija podataka

Απομαγνητοφώνηση

vizuɐlɪˈzɪjɐt͡siʌ pɔˈdatakɪ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Grafičko prikazivanje informacija

Word

Λέξη

vlasnik proizvoda

Απομαγνητοφώνηση

ˈvlasnik prɔˈizvɔda

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja odlučuje o značajkama proizvoda

Word

Λέξη

zaostatak

Απομαγνητοφώνηση

zaˈo.statak

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Popis zadataka koji treba završiti

Word

Λέξη

zlonamjerni softver

Απομαγνητοφώνηση

zlonaˈmjerne ˈsoftʋer

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Softver koji može naštetiti računalima

Word

Λέξη

znanstvenik podataka

Απομαγνητοφώνηση

ˈzɲanstʋeːnik pɔdaːtaka

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja analizira podatke kako bi pomogla u donošenju odluka