Λίστα λέξεων για CEFR Finance-and-accounting - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

trošak kapitala

Απομαγνητοφώνηση

ˈtroʃak kaˈpitala

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

trošak korištenja sredstava za ulaganje

Word

Λέξη

trošak prilike

Απομαγνητοφώνηση

troʃak priˈlike

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Vrijednost onoga što izgubite kada odaberete jednu opciju umjesto druge

Word

Λέξη

trošarina

Απομαγνητοφώνηση

trɔʃaˈrina

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Porez na određene proizvode

Word

Λέξη

troškovi

Απομαγνητοφώνηση

ˈtroʃkɔʋi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Novac koji trošite

Word

Λέξη

troškovi prodanih dobara (COGS)

Απομαγνητοφώνηση

ˈtroʃkovi proˈdanih doˈbaːra

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Ukupni trošak proizvodnje dobara koje tvrtka prodaje

Word

Λέξη

tržišna kapitalizacija

Απομαγνητοφώνηση

ˈtrʃiːʃna kapitaˈlizaːt͡sija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Ukupna vrijednost dionica kompanije

Word

Λέξη

tržišni rizik

Απομαγνητοφώνηση

ˈtrʒiʃni rizik

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mogućnost gubitka novca zbog promjena na tržištu

Word

Λέξη

ublažavanje rizika

Απομαγνητοφώνηση

ublaʒaːvaɲe ˈrizika

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Koraci poduzeti za smanjenje potencijalnih gubitaka

Word

Λέξη

učinkovitost troškova

Απομαγνητοφώνηση

ʊˈtʃinkovitost ˈtroʃkova

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sposobnost proizvodnje dobara ili usluga po nižoj cijeni

Word

Λέξη

unutarnja revizija

Απομαγνητοφώνηση

unutarɲa reˈvizija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Istraživanje unutarnjih kontrola i procesa tvrtke

Word

Λέξη

unutarnje kontrole

Απομαγνητοφώνηση

ʊˈnʊtarnʲe kɔnˈtrɔlɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Procesi za osiguranje točnosti u financijskom izvještavanju

Word

Λέξη

upravljanje

Απομαγνητοφώνηση

uˈpravljanʲe ˈtrɛzɔrɔm

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak upravljanja novcem i ulaganjima tvrtke

Word

Λέξη

upravljanje gotovinom

Απομαγνητοφώνηση

uˈprʲaʋlʲeɲe ɡoˈtovinom

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak upravljanja novcem

Word

Λέξη

usklađenost

Απομαγνητοφώνηση

usklaˈd͡ʒenost

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak praćenja pravila ili zahtjeva

Word

Λέξη

Usklađenost sa Sarbanes-Oxleyjem

Απομαγνητοφώνηση

usklaˈd͡ʑenost sa sarˈbanes ˈɔksleɪ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Poštivanje pravila za financijsko izvještavanje iz Sarbanes-Oxley zakona

Word

Λέξη

usklađenost s porezima

Απομαγνητοφώνηση

usklaʣenost s pɔːrezimɐ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Poštivanje poreznih zakona i propisa

Word

Λέξη

utopljeni trošak

Απομαγνητοφώνηση

utopʎeni ˈtroʃak

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Novac koji je već potrošen i ne može se povratiti

Word

Λέξη

uzorak

Απομαγνητοφώνηση

ˈuzorak

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Uzimanje malog dijela da bi se saznalo o cijelom

Word

Λέξη

vanjska revizija

Απομαγνητοφώνηση

ˈʋaɲjʃka reˈʋizija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Ispitivanje financijskih evidencija tvrtke od strane vanjske tvrtke

Word

Λέξη

varijabilni troškovi

Απομαγνητοφώνηση

vaˈrijaːbilni ˈtroʃkɔvi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Troškovi koji se mijenjaju ovisno o razini proizvodnje