Λίστα λέξεων για CEFR Finance-and-accounting - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

ACH uplate

Απομαγνητοφώνηση

eɪ siː eɪtʃ ˈuplate

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Elektroničke uplate putem Automatiziranog kliringa

Word

Λέξη

akumulacije

Απομαγνητοφώνηση

akumuˈlacije

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Iznosi koji su zarađeni ili dugovani, ali još nisu primljeni ili plaćeni

Word

Λέξη

akumulirani dugovi

Απομαγνητοφώνηση

akumuliˈrani ˈduɡovi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Novac koji tvrtka duguje za troškove koji su se dogodili, ali još nisu plaćeni

Word

Λέξη

alati za financijsko izvještavanje

Απομαγνητοφώνηση

aˈlati za fiˈnantsiʃko izˈvjeʃtavanje

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Softver ili metode za izradu financijskih izvještaja

Word

Λέξη

alokacija troškova

Απομαγνητοφώνηση

alɔˈkaːt͡sija ˈtroʃkɔʋa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak dodjeljivanja troškova

Word

Λέξη

amortizacija

Απομαγνητοφώνηση

amortiˈziːt͡sija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Smanjenje vrijednosti nečega tijekom vremena

Word

Λέξη

amortizacija

Απομαγνητοφώνηση

amortiˈzatsija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces otplate kredita u dijelovima

Word

Λέξη

analiza rentabilnosti

Απομαγνητοφώνηση

anɪˈliza rɛntaˈbilnɔsʋi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Izračun koji pokazuje kada će posao početi zarađivati novac

Word

Λέξη

analiza točke pokrića

Απομαγνητοφώνηση

anɐˈliza ˈtɔtʃkɛ pɔˈkriʧa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Način za utvrđivanje kada će posao pokriti svoje troškove

Word

Λέξη

analiza varijance

Απομαγνητοφώνηση

analiˈza vaˈrijanʦe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Metoda za usporedbu planiranog s onim što se stvarno dogodilo

Word

Λέξη

angažman za reviziju

Απομαγνητοφώνηση

aŋɡaʒˈmaːn za reˈviːzi.ju

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sporazum za reviziju financijskih izvještaja

Word

Λέξη

automatizirano knjigovodstvo

Απομαγνητοφώνηση

ˌautomatizirˈano ˈkɲiɡoʋodstvo

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Korištenje računala za automatsko vođenje financijskih evidencija

Word

Λέξη

banka

Απομαγνητοφώνηση

/bâːŋka/

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Mjesto gdje se čuvaju novci

Word

Λέξη

BDP (Bruto domaći proizvod)

Απομαγνητοφώνηση

bɛˈdɛːpɛ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Ukupna vrijednost svih dobara i usluga proizvedenih u zemlji

Word

Λέξη

benefiti

Απομαγνητοφώνηση

bɛnɛˈfiti

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Prednosti ili pogodnosti koje pruža poslodavac

Word

Λέξη

beskontaktna plaćanja

Απομαγνητοφώνηση

bɛskontaktna ˈplaʧaɲa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Plaćanja bez fizičkog dodira

Word

Λέξη

bilanca

Απομαγνητοφώνηση

bɪˈlɑːnt͡sa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Izvještaj koji prikazuje imovinu i dugove tvrtke

Word

Λέξη

bruto dobitna marža

Απομαγνητοφώνηση

ˈbrutɔ ˈdɔbitna ˈmaːrʒa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postotak razlike između prodaje i troškova

Word

Λέξη

brzi omjer

Απομαγνητοφώνηση

ˈbr̩zi ˈomjɛr

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Način da se vidi može li tvrtka platiti kratkoročne dugove bez prodaje zaliha

Word

Λέξη

budžetiranje

Απομαγνητοφώνηση

budʒeˈtiraɲe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces planiranja kako trošiti novac