Λίστα λέξεων για CEFR Engineering-and-manufacturing - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας
Λέξη
autoceste
Απομαγνητοφώνηση
autotseste
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Glavne ceste za automobile i kamione za putovanje na velike udaljenosti
Λέξη
automatizacija
Απομαγνητοφώνηση
ˌautomaˈtizatsija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Korištenje strojeva za rad umjesto ljudi
Λέξη
autonomna vožnja
Απομαγνητοφώνηση
autonɔmna ˈvɔʒɲa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Automobili koji se voze sami bez vozača
Λέξη
autonomni sustav
Απομαγνητοφώνηση
autonomni ˈsustavi
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Sustavi koji rade sami
Λέξη
aviacija
Απομαγνητοφώνηση
aʋiˈatsija
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Dizajn i rad zrakoplova
Λέξη
avionička elektronika
Απομαγνητοφώνηση
avijoniʧka elektroniːka
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Elektronički sustavi u zrakoplovima
Λέξη
bakar
Απομαγνητοφώνηση
ˈbakar
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Crvenkasto-smeđi metal koji se koristi u električnim žicama i novčićima
Λέξη
baterija
Απομαγνητοφώνηση
baterije
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Uređaji koji pohranjuju i pružaju električnu energiju
Λέξη
beton
Απομαγνητοφώνηση
bɛˈton
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
tvrd materijal za gradnju
Λέξη
biokemikalije
Απομαγνητοφώνηση
biˈokɛmikaˌlije
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Kemijske tvari koje proizvode živa bića
Λέξη
biomasa
Απομαγνητοφώνηση
bi.oˈmâːsa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Organski materijal koji se koristi za energiju
Λέξη
BPL (Bespilotne letjelice)
Απομαγνητοφώνηση
ˈbɛpɪlɔtne lɛtʲɛlɪt͡se
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Dronovi koji lete bez pilota na brodu
Λέξη
brane
Απομαγνητοφώνηση
brâːne
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Strukture koje zadržavaju vodu
Λέξη
braziranje
Απομαγνητοφώνηση
braˈziː.ra.nje
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Metoda spajanja metala pomoću punila
Λέξη
bročenje
Απομαγνητοφώνηση
ˈbrɔtʃɛɲe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Proces uklanjanja materijala alatom
Λέξη
brušenje
Απομαγνητοφώνηση
bruˈʃeɲe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Proces zaglađivanja površine
Λέξη
budžetiranje
Απομαγνητοφώνηση
budʒeˈtiraɲe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Proces planiranja kako trošiti novac
Λέξη
bušenje
Απομαγνητοφώνηση
ˈbuʃeɲe
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Postupak pravljenja rupe u materijalu pomoću bušilice
Λέξη
CAD (Računalno potpomognuto projektiranje)
Απομαγνητοφώνηση
kæd
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Softver za izradu dizajna
Λέξη
CAM (Računalno potpomognuta proizvodnja)
Απομαγνητοφώνηση
rǎtʃunalo pɔtpɔmɔɡnuta prɔɪzvɔdɲa
Μέρος του λόγου
Noun
Σημασία
Korištenje računala za pomoć u proizvodnji