Λίστα λέξεων για CEFR Engineering-and-manufacturing - Εμπλουτίστε το Κροατικά λεξιλόγιό σας

Εικόνα
Λέξη
Απομαγνητοφώνηση
Μέρος του λόγου
Σημασία
Word

Λέξη

ugljični otisak

Απομαγνητοφώνηση

ˈuɡlitʃni ˈotisak

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Količina emisija ugljika koju uzrokuje osoba ili organizacija

Word

Λέξη

ugrađeni softver

Απομαγνητοφώνηση

uɡrǎʤeni ˈsɔftʋer

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Računalni programi u uređajima

Word

Λέξη

ugrađeni sustavi

Απομαγνητοφώνηση

uˈɡraʋdʑeni ˈsustavi

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Računalni sustavi u većim uređajima

Word

Λέξη

umjetna inteligencija

Απομαγνητοφώνηση

umˈjɛtna inˈtɛlɪɡɛnʦija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sposobnost računala da misli kao čovjek

Word

Λέξη

upravljanje lancem opskrbe

Απομαγνητοφώνηση

uˈpravljanʲe ˈlant͡seːm ˈopskrbe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Upravljanje protokom dobara i usluga

Word

Λέξη

upravljanje operacijama

Απομαγνητοφώνηση

uˈpravljanʲe opeˈracijama

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Područje menadžmenta koje se fokusira na učinkovito vođenje poslovanja.

Word

Λέξη

upravljanje otpadom

Απομαγνητοφώνηση

uprʲaːvʲeɲe otˈpadom

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak upravljanja otpadom

Word

Λέξη

upravljanje rizikom

Απομαγνητοφώνηση

uˈprʲaʋlʲeːnje ˈrizikom

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces identifikacije i kontrole rizika u poslovanju

Word

Λέξη

urbanizam

Απομαγνητοφώνηση

ˈurbaniˌzam

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces dizajniranja i organiziranja gradskih prostora

Word

Λέξη

usklađenost

Απομαγνητοφώνηση

usklaˈd͡ʒenost

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Postupak praćenja pravila ili zahtjeva

Word

Λέξη

utjecaj na okoliš

Απομαγνητοφώνηση

ˈutjɛt͡saj na ˈokoːliʃ

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Utjecaj koji nešto ima na okoliš

Word

Λέξη

vjetrotuneli

Απομαγνητοφώνηση

vjɛtroˈtuneli

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Velike cijevi za testiranje kretanja zraka

Word

Λέξη

voditelj projekta

Απομαγνητοφώνηση

ˈʋoditelj prɔˈjɛkta

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Osoba koja upravlja projektom

Word

Λέξη

vodoopskrba

Απομαγνητοφώνηση

ʋɔdɔɔˈpskɾba

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sustav koji osigurava vodu za domove i poslovanje

Word

Λέξη

vremenske studije

Απομαγνητοφώνηση

ˈvremenske ˈstudije

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Analiza koliko dugo traje izvršenje zadataka

Word

Λέξη

zaključavanje-označavanje

Απομαγνητοφώνηση

zɑˈkljuːt͡ʃɑʋɑɲe ɒzˈnɑːt͡ʃɑʋɑɲe

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sigurnosna procedura koja osigurava da su strojevi isključeni tijekom održavanja

Word

Λέξη

zaštita

Απομαγνητοφώνηση

ˈzaʃtita ɔd ˈstrojeʋa

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Sigurnosni uređaji koji štite radnike od strojeva.

Word

Λέξη

zavarivanje

Απομαγνητοφώνηση

zǎʋarɪʋǎnje

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Proces spajanja metalnih dijelova

Word

Λέξη

zelena tehnologija

Απομαγνητοφώνηση

ˈzɛlɛna tɛxnoˈlɔɡija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Tehnologija koja pomaže okolišu

Word

Λέξη

zidarija

Απομαγνητοφώνηση

ziˈdarija

Μέρος του λόγου

Noun

Σημασία

Gradnja objekata od opeke ili kamena